Την έλεγαν Χρυσάνθη. Ήταν 36 ετών. Μια νεαρή οδοντίατρος με προσδοκίες, με όνειρα, με δίψα για ζωή και επαγγελματική καταξίωση.
- Δούλευε στο ιατρείο της, μέχρι που η κυβέρνηση «αποφάσισε και διέταξε» να ποδοπατήσει τα όνειρα της και να την υποβάλει στο μαρτύριο του εργασιακού εκβιασμού, επειδή άσκησε το ανθρώπινο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος της, και δεν συναίνεσε σε μια υποχρεωτική ιατρική πράξη.
Δεν συμβιβάστηκε με την απολυταρχία και το πλήρωσε. Αναγκάστηκε να κλείσει το ιατρείο της, γιατί ο ηθικός της κώδικας υποδείκνυε πως δεν υπάρχει ζωή και υγεία, χωρίς ελευθερία. Το υπουργείο Υγείας την απέπεμψε τιμωρητικά από το ΕΣΥ, μαζί με χιλιάδες υγειονομικούς που βρέθηκαν στον δρόμο, μην έχοντας δικαίωμα σε μισθό, ασφάλιση ή εύρεση άλλης εργασίας.
- Ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος προπαγάνδας, εκφοβισμού και εργασιακού αποκλεισμού που κράτησε παραπάνω από έναν χρόνο και συνεχίζεται ως και σήμερα. Κυβέρνηση, τηλε – «ειδικοί» και ΜΜΕ, εξαπέλυσαν ακατάπαυστα «πυρά» προς τους υγειονομικούς, θέλοντας να τους παρουσιάσουν ως το «μαύρο πρόβατο» της δημόσιας Υγείας, ενώ οι ίδιοι εθελοτυφλούσαν για το ότι τα υποβαθμισμένα δημόσια νοσοκομεία, είχαν γίνει δομές εγγυημένου θανάτου για τους ασθενείς.
Η Χρυσάνθη για έναν ολόκληρο χρόνο πάλεψε σκληρά με το τέρας της φτώχειας. Δεν ήταν ευκατάστατη, ούτε είχε «άκρες», όπως παπαγαλίζουν για τους υγειονομικούς κάποιοι αναίσθητοι δημοσιογράφοι και «ειδικοί» της κακιάς ώρας, που μεταχειρίζονται άθλια υπονοούμενα για να καλύψουν τον ραγιαδισμό τους.
Κατέβηκε στους δρόμους για να φωνάξει για το δίκιο της και να ζητήσει πίσω το ψωμί της, που της το στέρησαν με το «έτσι θέλω». Έδωσε έναν άνισο αγώνα για να βροντοφωνάξει πως το σώμα μας, είναι δικό μας, και δεν ανήκει σε κανένα υπουργείο.
- Έγινε κομμάτι μιας ανθρώπινης αλυσίδας που στάθηκε ενωμένη ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Όμως και οι κρίκοι κάποτε σπάνε, αφού η ανέχεια και η κοινωνική απαξίωση μπορούν να λυγίσουν και τον πιο δυνατό.
Η Χρυσάνθη έδωσε τέλος στη ζωή της, μην μπορώντας να διαχειριστεί ψυχολογικά το αδιέξοδο στο οποίο την είχε καταδικάσει το ανάλγητο κράτος. Προχώρησε στο απονενοημένο διάβημα, γιατί την γονάτισε η ποινή της εξαθλίωσης, που της επέβαλλαν.
- Σε αυτής της κοπέλας το πλευρό, δεν στάθηκαν ούτε ιατρικοί σύλλογοι, ούτε πολιτικοί, ούτε συνάδελφοι της που υπέκυψαν στον εκβιασμό, ούτε καλλιτέχνες (εκτός ελαχίστων), ούτε φορείς της Δικαιοσύνης. Κι όμως, η Χρυσάνθη πάλευε για όλους μας. Έδινε μάχη ενάντια στο άδικο, το καταχρηστικό, το ανελεύθερο. Μάχη ενάντια στην ισοπέδωση δικαιωμάτων και αξιών.
Όμως δεν άντεξε να παλέψει άλλη μία μέρα. Δυστυχώς, την κατάπιε η απόγνωση. Επέλεξε να δραπετεύσει από την παράνοια της πραγματικότητας, δίνοντας έδαφος στην – ακόμα πιο καταστροφική – παράνοια της αυτοκτονίας.
- Τώρα απομένει μόνο θρήνος και οργή. Θρήνος ανείπωτος για μια ψυχή που έφυγε άδικα, πνιγμένη στην αδικία. Οργή για τους ηθικούς αυτουργούς που οδήγησαν αυτή την κοπέλα στον χαμό.
Για όσο οι κύριοι της κυβέρνησης βγαίνουν στα κανάλια με ύφος χιλίων καρδιναλίων για να «παίξουν» λίγο ακόμα με τις ζωές χιλιάδων υγειονομικών και να λένε με παγερή αδιαφορία πως… «εξετάζεται» η επιστροφή τους, κάποιοι μετρούν τα συντρίμμια τους και αγωνιούν πως θα βγάλουν τη μέρα τους.
Κάποιοι χάνουν τις ελπίδες τους και βυθίζονται στην απελπισία. Και κάποιοι, σαν την Χρυσάνθη, «συνομιλούν» με τον ίδιο τον θάνατο.