Ο Θεός πάντα είχε αρχικό σχέδιο, και το σχέδιο του είναι να γεννηθούν τα παιδιά του.
Τα παιδιά του όμως τα ήθελε πάντα να είναι Άγια, και για να είναι Άγια θα έπρεπε να τηρούν αυτά που τους έλεγε, τον Νόμο.
Το καλό και το κακό στη ζωή μας το αποκτήσαμε από το λάθος τον πρωτοπλάστων, Ο Θεός τους έδωσε εντολή να τρώνε από όλα τα καρποφόρα δέντρα του παραδείσου, εκτός από το δέντρο της γνώσεως του καλού και κακού.
Ο κύριος είπε:
Από το δένδρον της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”. (Γεν. 2,17)
Οι πρωτόπλαστοι όμως επέλεξαν τον δρόμο της παρακοής και φάγανε από το απαγορευμένο δέντρο.
Ας θυμηθούμε όμως, όπως ακριβώς έγιναν:
Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον παράδεισον;” (Γεν. 3,1)
Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν. (Γεν. 3,2)
Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”. (Γεν. 3,3)
Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα αποθάνετε· κάθε άλλο. (Γεν. 3,4 )
Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”. (Γεν. 3,5)
Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και οι δύο. (Γεν. 3,6)
Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων, εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν την γυμνότητά των. (Γεν. 3,7)
Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού. (Γεν. 3,8 )
Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “’ Αδάμ, που είσαι;” (Γεν. 3,9)
Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου επειδή είμαι γυμνός δι’ αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”. (Γεν. 3,10)
Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου απηγόρευσα να φάγης;” (Γεν. 3,11)
Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”. (Γεν. 3,12)
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”. (Γεν. 3,13)
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου. (Γεν. 3,14)
Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”. (Γεν. 3,15)
Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”. (Γεν. 3,16 )
Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. (Γεν. 3,17)
Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. (Γεν. 3,18)
Καθ’ όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”. (Γεν. 3,19)
Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης. (Γεν. 3,20)
Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι’ αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν. (Γεν. 3,21)
Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”. (Γεν. 3,22)
Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του. (Γεν. 3,23)
Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής. (Γεν. 3,24)
Έτσι λοιπόν φτάσαμε στο μετά, ας αναλύσουμε μερικές λεπτομέρειες τώρα:
Ο Θεός προφητεύει για την έλευση του Χριστού και για την Σταύρωση, αλλά και για την συντριβή της κεφαλής του Σατανά, λέει συγκεκριμένα:
Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”. (Γεν. 3,15)
Ο Θεός δείχνει ενδιαφέρον και μετά την παρακοή, δεν τους παρατάει, αλλά τους βοηθάει στην νέα ζωή που επιλέξαμε, λέει συγκεκριμένα:
Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι’ αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν. (Γεν. 3,21)
Ο Θεός στην πραγματικότητα δεν παράτησε ποτέ τον Άνθρωπο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, μας αγαπούσε πάντα, και έφερε τον θάνατο για να μην ζήσει για πάντα το κακό στον Παράδεισο.
Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”. (Γεν. 3,22)
Ο Θάνατος ήταν πάντα ο εναλλακτικός τρόπος σωτηρίας, υπήρχαν δύο επιλογές για εμάς, ο πρώτος ήταν να ζούμε αθάνατοι με καλοπέραση στον παράδεισο, αλλά με έναν όρο, να μην κάνουμε παρακοή.
Ο δεύτερος τρόπος είναι αυτός που ζούμε τώρα, πεθαίνουμε για να σωθούμε, ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δίκαιους, από τους άδικους.
Με λίγα λόγια θα συλλέξει τα καλά παιδιά και θα τα βάλει Παράδεισο, Θα συλλέξει και τα κακά παιδιά και αυτά θα τα βάλει Κόλαση.
Πρέπει να το καταλάβουμε καλά, ο Θεός ενσαρκώθηκε για να νικήσει, η νίκη αυτή είναι να γεννηθούν οι εκλεκτή του, τα παιδιά του.
καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ. (Αποκ. 6,2)
Ο Θεός ενσαρκώθηκε και πήρε σάρκα, απέκτησε και δεύτερη φύση, είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όπως και τέλειος Θεάνθρωπος, ήρθε για να δώσει την αλήθεια, να φανερώσει το ποιος είναι, αλλά και για το πως πρέπει να ζούμε, ήρθε για να δώσει ολόκληρο τον τέλειο Νόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε ώστε να κερδίσουμε την είσοδο μας πάλι στον Παράδεισο.
Ο Θεός βασανίστηκε, σταυρώθηκε, έκανε τα πάντα για να γνωστοποιήσει όσα χρειαζόμαστε να ξέρουμε για να σωθούμε.
Το Φως θα ζει για πάντα στο Φως, και το Σκοτάδι για πάντα στο Σκοτάδι.