Ο Σκρουτζ, μία χριστουγεννιάτικη ιστορία, αναφέρεται στη ζωή του Τζον Μέγκοτ, ενός τσιγκούνη, πλούσιου γέρου, που δεν μπορούσε να νιώσει αγάπη για κανέναν και τίποτα και μισούσε τα Χριστούγεννα.
Ο Σκρουτζ είναι ένα παραμύθι γραμμένο από τον σημαντικότερο Βρετανό συγγραφέα της Βικτωριανής εποχής, Κάρολο Ντίκενς.
Ο Σκρουτζ ήταν ένα τσιγκούνης και πολύ πλούσιος γέρος, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποφάσισε να απαρνηθεί το Πνεύμα των Χριστουγέννων και να ξεχάσει έννοιες όπως είναι η συμπόνια, η αγάπη και η αλληλεγγύη. Τον ενδιέφεραν μόνο τα λεφτά.
Η ζωή του αληθινού Σκρουτζ
Τον 17ο αιώνα λοιπόν, έζησε ένας άντρας με το όνομα Τζον Μέγκοτ, που θυμίζει πολύ τον χαρακτήρα του Σκρουτζ. Πολλοί, υποστήριξαν ότι ο Κάρολος Ντίκενς, δανείστηκε χαρακτηριστικά από την προσωπικότητα του Μέγκοτ, για να συνθέσει την προσωπικότητα του Σκρούτζ.
Ο Τζον Μέγκοτ γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1714 στην Αγγλία. Ο πατέρας του Μέγκοτ ήταν ένας ξακουστός ζυθοποιός και η μητέρα τους καταγόταν από οικογένεια πολιτικών. Όταν ο Μέγκοτ ήταν τεσσάρων, έχασε τον πατέρα του και λίγο αργότερα έφυγε από την ζωή και η μητέρα του.
Ο Τζον έμεινε ορφανός μικρός, όμως η περιουσία πέρασε όλη στα χέρια του κι έτσι ο μικρός είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ο Τζον φοίτησε ως εσωτερικός σε ιδιωτικό σχολείο που έφερε το όνομα, Westminster School. Έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο στην Ελβετία, ενώ μέχρι τα τριάντα του ζούσε με όλες τις ανέσεις.
Σύχναζε στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου, ντυνόταν με τα πιο ακριβά ρούχα και δεν φοβόταν να χάσει χιλιάδες λίρες στον τζόγο. Επίσης, δάνειζε πάντα μεγάλα ποσά σε φίλους του και δεν ήθελε ποτέ να πάρει πίσω ούτε λίρα. Του αρκούσε αν κάποιος, τα επέστρεφε εθελοντικά.
Ο Τζόν Μέγκοτ, όταν έφτασε τα 40 του έτη, ακολούθησε τα χνάρια της μητέρας και του θείου του. Όταν η μητέρα του έφυγε από την ζωή, είχε καταφέρει να δημιουργήσει μία ολόκληρη περιουσία αξίας 100 χιλιάδων λιρών, χωρίς να σπαταλήσει ούτε μία λίρα κατά την διάρκεια της ζωής της.
Δεν ήθελε να πληρώσει για να θρέψει την οικογένειά της και πέθανε επειδή έκανε κακή διατροφή. Ο θείος του Τζόν, Χάρβεϊ, είχε ακριβώς το ίδιο σκεπτικό. Άφησε την μεγάλη ακίνητη περιουσία να ρημάξει, ντυνόταν με ρούχα πεθαμένων συγγενών και τρέφονταν μόνο με ότι έπιανε στο κυνήγι.
Ο Χάρβεϊ ήταν ανύπαντρος και δεν είχε παιδιά κι έτσι ο Τζον τον επισκέπτονταν συχνά με σκοπό να κληρονομήσει την περιουσία του. Μάλιστα ο Τζον δεν δίστασε να αλλάξει το επώνυμό από από Μέγκοτ σε Ελβς, διότι το Ελβς ήταν το επώνυμο του θείου του.
Με αυτόν τον τρόπο του έδειχνε ότι το όνομά του, θα συνέχιζε να υπάρχει και μετά τον θάνατό του. Το 1763, ο Χάρβεϊ πέθανε και ο Τζον κληρονόμησε 350.000 λίρες. Ο Τζον μαζί με τα χρήματα του Χάρβεϊ φαίνεται πως κληρονόμησε και τις κακές συνήθειες του θείου του.
Σαν νέος ο αληθινός Σκουτζ μπορεί να λάτρευε τις πολυτέλειες, όμως, όσο μεγάλωνε, σταμάτησε να σπαταλάει οτιδήποτε για τον εαυτό του. Προτιμούσε να τον κερνούν. Το μόνο που έμεινε ίδιο, ήταν η συνήθειά του να δανείζει πολλά χρήματα και να τζογάρει σε πολλά τυχερά παιχνίδια.
Όμως άφησε τα ακίνητα που είχαν ξεπεράσει τα 100 στην απόλυτη παρακμή, ντυνόταν σαν ζητιάνος και δεν χρησιμοποιούσε κανένα μεταφορικό μέσο. Στην διάθεσή του είχε μόνο ένα άλογο που το χρησιμοποιούσε μόνο όταν έβρεχε και το έδαφος ήταν μαλακό. Με αυτόν τον τρόπο δε θα χρειαζόταν να το πεταλώσει.
Φυσικά ο αληθινός Σκρουτζ δεν παντρεύτηκε ποτέ και όχι επειδή δεν βρήκε το άλλο του μισό, αλλά επειδή ένας γάμος θα κόστιζε πολλά χρήματα. Απέκτησε όμως δύο παιδιά εκτός γάμου. Αρνήθηκε όμως να πληρώσει για την εκπαίδευσή τους.
Ο Τζον εκλέχθηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1774. Αρνήθηκε όμως όλα τα κοινοβουλευτικά προνόμια και την χρηματοδότηση για την καθιερωμένη καμπάνια των πολιτικών. Τα μόνα χρήματα που ξόδευε αφορούσαν το μεσημεριανό του.
Ο αληθινός Σκρουτζ έμεινε στο αξίωμα για 12 χρόνια και κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος, ενώ έτρωγε πάρα πολύ λιτά. Αποσύρθηκε από την πολιτική, καθώς δεν ήθελε να δώσει ούτε μία λίρα για την εκστρατεία που αφορούσε την επανεκλογή του. Συνέχισε να δίνει χρήματα σε αυτούς που του ζητούσαν και υπολογίζεται ότι μέχρι το 1786 είχε δανείσει πάνω από 150.000 λίρες.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο υποσιτισμός και οι βασανιστικές δοκιμασίες που έθετε ο Τζον στον εαυτό του, είχαν κλονίσει την ψυχική του υγεία. Υπήρχαν φορές που αγόραζε ένα ολόκληρο γουρούνι και έτρωγε το ίδιο γουρούνι για μέρες.
Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν ψυγεία με πάγο κι έτσι ο αληθινός Σκρουτζ έτρωγε στην ουσία χαλασμένο κρέας, προκειμένου να μη δώσει λεφτά για φρέσκο κρέας ή λαχανικά. Δεν δίστασε να φτάσει στο εξωφρενικό σημείο να τρέφεται μόνο με πεθαμένα πουλιά που άρπαζε από αρουραίους.
Η συνολική περιουσία του Τζον άγγιζε το 1.000.000 λίρες, όμως ο ίδιος μάζευε ένα ένα τα νομίσματα και τα τύλιγε σε χαρτοπετσέτες για να κρύψει σε μία γωνία του σπιτιού του.
Τα βράδια, έμενε ξύπνιος, προσπαθώντας να θυμηθεί που τα είχε κρύψει, ενώ παράλληλα φώναζε σε ανύπαρκτους ληστές πως κανείς δε θα κλέψει την περιουσία του.
Τον Νοέμβριο του 1789, ο Τζον αρρώστησε βαριά και μετά από οκτώ μέρες άφησε την τελευταία του πνοή. Έγραψε στους δύο γιους του ένα γράμμα, πιστεύοντας πως τους άφησε αυτό που ήθελαν. Άφησε λοιπόν στον καθένα από 500.000 λίρες.
Οι φίλοι του αληθινού Σκουτζ τον «ξέχασαν» λόγω της εκκεντρικής του συμπεριφοράς και πέθανε µόνος και έρημος στις 26 Νοεμβρίου του 1789. Το µόνο που είχε δίπλα του ήταν τα λεφτά του, αφού συνήθιζε, όπως και ο θείος του, να τα µετράει συνεχώς.
Ιστορίες για τη διαβόητη τσιγγουνιά του Ελβς αναφέρουν ότι προτιμούσε να κοιμάται στο σκοτάδι για να σπαταλήσει κεριά, έτρωγε με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην αναγκαστεί να ανάψει κι άλλη φωτιά στο τζάκι του σαλονιού του και ξοδέψει ξύλα. Η έπαυλή του διέθετε έπιπλα πολυτελείας, αλλά την άφηνε να ρημάζει με νερά να στάζουν από τις τρύπες της οροφής καθώς αρνιόταν πεισματικά να ξοδέψει χρήματα για την ανακαίνισή της.
Μπορεί ο αληθινός Σκρουτζ να έκανε αυτά τα φρικτά βασανιστήρια στον εαυτό του, με σκοπό να μην σπαταλήσει ούτε μία λίρα, όμως δάνειζε σε όσους του ζητούσαν.