Εμείς μιλούσαμε στο σταθερό τηλέφωνο.
Ψιθυριστά, να μην μας ακούσουν οι γονείς.
Τα σύρματα έπαιρναν φωτιά.
Στρίβαμε το καλώδιο γύρω απ’ το δάχτυλό μας απ’ την αγωνία, όταν μιλούσαμε με το αντικείμενο του πόθου μας.
Κι όταν περιμέναμε τηλεφώνημα, στεκόμασταν από πάνω να προλάβουμε ν’ απαντήσουμε πριν το σηκώνει κάποιος γονιός.
Κι όταν, δεν ακουγόταν καλά η φωνή στο ακουστικό, παίρναμε το μηδέν, σ’ εκείνο τ’ όμορφο καντράν που μετά έγινε κουμπάκι για να «καθαρίσει» η γραμμή.
Εμείς δεν είχαμε sms. Στέλναμε ραβασάκια με την κολλητή μας στο αγόpι που μας άρεσε. Ανταλλάσσαμε σημειώματα κάτω από το θρανίο. Γράφαμε μέσα στο βιβλίο ποιον θα συναντήσουμε και το δίναμε τάχα μου στη διπλανή μας. Μαζευόμασταν στα διαλείμματα για να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Να χαράξουμε την στρατηγική μας πως θα βρεθούμε δίπλα στο αγόpι που μας άρεσε.
Πηγαίναμε στον στίβο να δούμε τάχα μου την προπόνηση μπάσκετ των αγοpιών. Με κρυφό πόθο να μας ρίξει μια μάτια και να μας αφιερώσει ένα καλάθι. Η μάτια και η αφιέρωση ήταν τότε υπόσχεση. Τα πρώτα ραντεβού ήταν στα διαλείμματα του σχολείου.
Η χαρά της πεντάλεπτης συνάντησης ανείπωτη. Τα σχόλια μεταξύ των συμμαθητών και συμμαθητριών έπαιρναν και έδιναν. «Η Άννα τα έφτιαξε με τον Πέτρο». Αυτό το «μαζί» στο διάλειμμα δήλωνε «σχέση». Όλοι το συζητούσαν. Ήταν πολύ προχωρημένοι τότε αυτοί που έκαναν σχέση. Το θέμα συζήτησης του σχολείου.
Στο τέλος των μαθημάτων, όταν χτύπαγε το κουδούνι, παρέες-παρέες γυρνάγαμε στα σπίτια μας. Η διαδρομή ήταν χρωματισμένη από γέλια, φωνές, πειράγματα και από ευκαιρίες για κλέφτες ματιές, άγγιγμα χεριών και σκιρτήματα καρδιάς. «Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο» έλεγαν αγόpια και κοpίτσια και οι παρέες χώριζαν μέχρι την άλλη μέρα.
Όταν δε, άκουγες «πάμε σινεμά το Σάββατο;» τότε, ένιωθες ρίγος να σε διαπερνά και ήξερες ότι στο σινεμά θα σου πιάσει το χέρι. Ένιωθες, τις πεταλούδες να φτερουγίζουν στο στομάχι σου. Τότε, δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα.
Τότε τα ραντεβού κλείνονταν από το σχολείο ή από το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού.
Με μισόλογα βέβαια για να μην καταλάβουν κάτι οι γονείς. Συνήθως, οι έξοδοι των λίγων ωρών ήταν με ευρύτερες παρέες του σχολείου.
Ένα μόνο τηλεφώνημα την Παρασκευή, ήταν αρκετό για να επιβεβαιωθεί η συνάντηση. Πάντα όλοι στην ώρα τους. Χωρίς αυτοκίνητα η μηχανές. Χωρίς κινητά.
Είχαμε τα στέκια μας. Ξέραμε που θα βρίσκαμε την παρέα μας στις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, τις αργίες. Δεν χρειάζονταν καν να επικοινωνήσουμε. Τα αγαπημένα μας στέκια, όχι τίποτα ουάου, αλλά για μας ήταν τα καλύτερα. Εκεί βρίσκαμε τους φίλους μας, το γέλιο, την χαρά, την ανάλαφρη εφηβεία μας.
Στο χαρτάκι ανταλλάσσαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις. Οι διευθύνσεις ήταν πολύ χρήσιμες την εποχή εκείνη, γιατί η παρέα ερχόταν τις περισσότερες φορές απ’ το σπίτι να σε πάρει να βγεις. Οι γονείς έπρεπε να γνωρίζουν τα παιδιά της παρέας.
Δεν πίναμε, χορεύαμε, όμως, μέχρι τελικής πτώσης. Είχαμε και τα πάρτι στα σπίτια. Άρχιζαν στις εννέα το βράδυ και κατά τη μια τελείωναν. Κάποιος έκανε χρέη dj και ο χορός δεν σταμάταγε. Τα μπλουζ της εποχής έπαιζαν στα πικάπ, χαμήλωναν τα φώτα του σαλονιού και το λίκνισμα των εφήβων κορμιών τόσο ρυθμικό. Τόσο τρυφερό.
Τότε, ήταν το φτερούγισμα του στομαχιού, τα ραβασάκια, τα στέκια. Το άγγιγμα του χεριού, η προσμονή της συνάντησης στο διάλειμμα, τα πάρτι.
Τώρα, τα κινητά, το Instagram και το Facebook. Το φλερτ εξαντλείται στο sms και στο inbox. Οι ματιές που πετούσαν φλόγες αντικαταστάθηκαν από το πληκτρολόγιο. Τα smartphones παγίδευσαν τις πεταλούδες. Τα tablets πάγωσαν το άγγιγμα.