Ο Μέγας Βασίλειος, μία από τις μεγαλύτερες μορφές της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, εγεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο πατέρας του Βασίλειος, ήταν ρήτορας, εγκατεστημένος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, και ήταν υιός της Μακρίνης, η οποία υπέστη πολλά μετά του συζύγου της κατά το διωγμό του Μαξιμίνου για την πίστη τους στον Χριστό.
Η Μακρίνα ήταν μαθήτρια του Γρηγορίου του Θαυματουργού και διετέλεσε η πρώτη στην πίστη διδάσκαλος του εγγονού της Βασιλείου.
Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου ονομαζόταν Εμμέλεια, καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν θυγατέρα Μάρτυρος, ευλαβέστατη και πολύ φιλάνθρωπη. Από το γάμο της με τον Βασίλειο γεννήθηκαν εννέα παιδιά, από τα οποία τα τέσσερα ήσαν αγόρια. Το πρωτότοκο παιδί τους ήταν η Μακρίνα, η οποία μετά το θάνατο του μνηστήρος της, επιδόθηκε στην άσκηση. Από τα τέσσερα αγόρια, τρεις έγιναν Επίσκοποι, ο Βασίλειος στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Νύσσα και ο Πέτρος στη Σεβαστεία· ο Ναυκράτιος απέθανε νέος, σε ηλικία 27 ετών. Προ του Πέτρου εγεννήθη η Θεοσεβία.
Ο Μέγας Βασίλειος έλαβε την πρώτη χριστιανική διαπαιδαγώγησή του από τη μητέρα και τη γιαγιά του και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του στην πατρίδα του. Εσπούδασε στις σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας και του Βυζαντίου, όπου « ηυδοκίμει σοφιστών τε και φιλοσόφων τοις τελειοτάτοις» , και τέλος «εις τας χρυσάς Αθήνας» , που τότε ήταν το κέντρο της ρητορικής και στην οποία ήκμαζαν οι σοφιστές Ιμέριος, Προαιρέσιος και άλλοι και όπου συνέρρεαν από παντού μαθητές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός, τον οποίο ο υπέρμετρος θαυμασμός του προς την εθνική σοφία παρέσυρε στον πόλεμο κατά της Ορθοδοξίας. Εκεί ευρισκόταν ήδη και ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, μετά του οποίου συνδέθηκε με στενή φιλία. Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Αγίου Γρηγορίου για τον ιερό του σύνδεσμο με τον Μέγα Βασίλειο: « Τα πάντα ήμεν αλλήλοις, ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς…ίσαι μεν ελπίδες ήγον ημάς, πράγματος επιφθονωτάτου του λόγου· φθόνος δε απήν, ζήλος δε εσπουδαζετο· αγών δ’ αμφοτέροις, ούχ όστις αυτός το πρωτείον έχοι, αλλ’ όπως τω ετέρω τούτου παραχωρήσειεν. Μία μεν αμφοτέρους εδόκει ψυχή, δύο σώματα φέρουσα· εν δ’ αμφοτέροις έργον: η αρετή και το ζην προς τας μελλούσας ελπίδας, προς ο βλέποντες και βίον και πράξιν άπασαν απηυθύνομεν»
Ο Βασίλειος εδιδάχθηκε στην Αθήνα ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Επέστρεψε στον Πόντο, περί το 356 μ.Χ., και εβαπτίσθηκε Χριστιανός υπό του Επισκόπου Καισαρείας Διανίου. Στη συνέχεια μετέβη στην Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και καθηγητές της ερήμου. Τότε, αφού διένειμε και αυτός τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, εμόνασε στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, ασκούμενος στη μελέτη και την προσευχή.
Αργότερα, το 362 μ.Χ., εχειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, αλλά μετά από λίγο αναγκάσθηκε να φύγει στον Πόντο, λόγω του φθόνου του Επισκόπου Ευσεβίου. Ο Γρηγόριος συμβίβασε τα πράγματα μεταξύ των δύο ανδρών και ο Μέγας Βασίλειος επέστρεψε το 365 μ.Χ., για να βοηθήσει τον Επίσκοπο Ευσέβιο στον αγώνα του κατά των Αρειανών. Έγινε έτσι «σύμβουλος αγαθός, παραστάτης δεξιός, των θείων εξηγητής, των πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως έρεισμα».
Το έτος 370 μ.Χ., μετά το θάνατο του Ευσεβίου, εξελέγη Επίσκοπος Καισαρείας, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των Αρειανών. Σε καιρό λιμού προσέφερε στους πάσχοντες κάθε είδους βοήθεια. Αγκάλιασε τους γέροντες, τα παιδιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, τους ασθενείς και εφρόντιζε καθημερινά για την τροφή τους. Οικοδόμησε κοντά στην Καισάρεια ένα συγκρότημα πτοχωκομείου και νοσοκομείου, τη Βασιλειάδα, που έγινε το ταμείο της ευσέβειας και της αγάπης.
Κατά τα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας είχε να αντιπαλαίψει κατά πολλών δυσχερειών. Ο αυτοκράτορας Ουάλης αποφάσισε να εισαγάγει με τη βία στην Καππαδοκία τον Αρειανισμό. Γι’ αυτό, το 372 μ.Χ., έστειλε τον έπαρχο Μόδεστο, για να πείσει τον Άγιο να δεχθεί τις κακοδοξίες των αιρετικών. Μάταια προσπάθησε να πείσει τον Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ο Βασίλειος σε απάντηση εδήλωσε, ότι δεν φοβάται, αφού περιουσία δεν είχε, παρά μόνο λίγα παλαιά ενδύματα και λίγα βιβλία· εξορία δεν φοβάται, διότι η γη που κατοικεί δεν είναι ιδιοκτησία του και στον κόσμο αυτό είναι πάροικος και παρεπίδημος· τα βασανιστήρια δεν τον πτοούν, διότι το ασθενικό του σώμα δεν μπορεί να αντέξει σε αυτά, το δε θάνατο θεωρεί ως ευεργέτη, διότι αυτός θα τον οδηγήσει νωρίτερα κοντά στον Θεό. Ο Μόδεστος εξεπλάγη από την πνευματική γενναιοψυχία του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Ακόμη, και όταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ουάλης ήλθε στην Καισάρεια και αντιλήφθηκε το μεγαλείο του Βασιλείου, τον άφησε ανενόχλητο στον επισκοπικό του θρόνο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε τη μαρτυρία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για τον Μέγα Βασίλειο: Ήταν ημέρα των Θεοφανείων· πέλαγος λαού εγέμιζε το ναό· η ψαλμωδία και η ευκοσμία του βήματος ήταν αγγελική μάλλον παρά ανθρώπινη. Και ο Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος του λαού, όρθιος, ακλινής κατά το σώμα και την όψη και τη διάνοια, « εστηλωμένος τω Θεώ και τω βήματι». Και ο αυτοκράτορας Ουάλης μπροστά στο θέαμα αυτό και στο άκουσμα « κατεβροντήθη».
Με τον ανεκτίμητο αυτό πλούτο των αρετών του καθοδήγησε τ ο πο ι μνιο του Χριστού και κοσμημένος με αυτές εξεδήμησε προς Κύριον, το 378 μ.Χ., λίγο μετά το θάνατο του αυτοκράτορος Ουάλεντος, σε ηλικία 48 ετών.
Όταν πλησίαζε η ώρα να παραδώσει την αγία του ψυχή στο Θεό, προσήλθαν στην κλίνη του όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί της πόλεως. Εκείνος τους εδίδασκε και τους ευλογούσε. Προσευχόμενος στον Κύριο είπε: « Εις χείράς Σου, Κύριε, παραθήσομαι το πνεύμά μου», και κοιμήθηκε. Στην εξόδιο ακολουθία συμμετείχαν μυριάδες λαού και τόσος ήταν ο συνωστισμός, ώστε πολλοί απέθαναν « εκ της του ωθισμού βίας και συγκλονήσεως»46 . Η σύναξη του Μεγάλου Βασιλείου ετελείτο στο ναό της Αγίας Σοφίας (Μεγάλη Εκκλησία). Ναός αφιερωμένος στον Άγιο Βασίλειο υπήρχε στο παλάτι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά τον Ι΄ αιώνα μ.Χ. και σ’ αυτόν εκκλησιαζόταν ο αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου μέχρι της απολύσεως του Ευαγγελίου.
Ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, παραβάλλει αυτόν προς τα πρόσωπα της Αγίας Γραφής, τον Προφήτη Ηλία και το Σαμουήλ, τον Απόστολο Παύλο και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλήθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, από τα οποία, ευτυχώς, τα περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Για την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία το μεγαλύτερο έργο του Μεγάλου Βασιλείου είναι η Θεία Λειτουργία αυτού που τελείται και σήμερα σε καθορισμένες ημέρες του λειτουργικού έτους: την ημέρα της μνήμης του Μεγάλου Βασιλείου, τις παραμονές των τριών μεγάλων Δεσποτικών εορτών, Χριστουγέννων, Θεοφανείων και Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τις πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τη Μεγάλη Πέμπτη. Κατά παλαιότερη διάταξη, η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ετελείτο και κατά την εορτή της Πεντηκοστής και κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού48.
Ο πως συμβαίνει συνήθως με τα λειτουργικά χειρόγραφα, είναι γραμμένο και αυτό με εξαιρετικά επιμελημένη γραφή, με μαύρη μελάνη στο κείμενο των ευχών και κόκκινη στους τίτλους, και κοσμείται με επίτιτλα και αρχικά γράμματα. Kαι τα δύο αυτά κοσμήματα έχουν μεγάλες διαστάσεις και διαμορφώνονται από πλούσια και ποικίλα φυτικά και ανθικά σχέδια, καθώς και με ανθρώπινες μορφές, ολόκληρες ή σε προτομή, με δράκοντες και πουλιά. Στο πρώτο επίτιτλο εικονίζονται τα τρία πρόσωπα της Δεήσεως (Ιησούς Xριστός, Θεοτόκος, Πρόδρομος) μαζί με δύο Αγίους (Nικόλαος, Γεώργιος) σε ισάριθμους κύκλους, και στα πρώτα αρχικά ο αντίστοιχος συγγραφέας της κάθε λειτουργίας. Περιέχει τις τρεις Θείες Λειτουργίες, Ιωάννου του Xρυσόστομου, Bασιλείου του Mεγάλου και των Προηγιασμένων. Ακολουθούν οι απολύσεις των δεσποτικών εορτών, ευχές των κολλύβων, συγχωρητική ευχή για μετανοούντα και άλλη ευχή, με την οποία ευλογείται το φαγητό. Η στάχωση είναι από καστανό δέρμα στη ράχη και μαύρο χαρτί στα δύο καλύμματα. Διατήρηση μέτρια, (Mονή Ξηροποτάμου, κώδικας 129, έτος 1698, χάρτης, 29 x 21,5 εκ., φφ. 67).
Το πρώτο δογματικό έργο, το οποίο συνέγραψε ο Άγιος, έχει τον τίτλο « Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου»49 . Περίφημα είναι και τα ασκητικά, τα δογματικά, τα παιδαγωγικά συγγράμματα του Μεγάλου Βασιλείου, ως και τα κηρύγματα, οι ομιλίες, και οι επιστολές αυτού. Μέσα από αυτά καταδεικνύεται ότι ο Μέγας Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα οργανωτής της κοινωνικής και ηθικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, στηρίζοντας την ηθική δεοντολογία του κυρίως στην Αγία Γραφή και ειδικώτερα στην Παλαιά Διαθήκη. Η Αγία Γραφή για τον Μέγα Βασίλειο ήταν το υπέρτατο δογματικό κριτήριο και αποτελούσε καθ’ εαυτήν μυστήριο θείας οικονομίας και ανθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αυτό και θεωρούσε την Αγία Γραφή ως θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο εκ του Αγίου Πνεύματος και κατά συνέπεια εθεωρούσε απαραίτητο για την ορθή κατανόηση του περιεχομένου αυτής το χάρισμα της πνευματικής διακρίσεως. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πρέπει να γίνεται με βαθειά πίστη και μέσα στην κοινότητα των πιστών. Η ερμηνεία δε αυτής απέβλεπε κυρίως στην οικοδομή των πιστών και τη σωτηρία αυτών. Γι’ αυτό η παράδοση της πίστεως, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Αποστόλους, ήταν απαραίτητος οδηγός στην ερμηνεία και μελέτη της Αγίας Γραφής.