Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922- 1988) είναι ο ποιητής του έρωτα. Ο ποιητής που μας θυμίζει ότι πάντα «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».
Ο γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη» και το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας».
Η γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη έφερε σαν αποτέλεσμα τα πρώτα τους τραγούδια «Μάνα μου και Παναγιά» και «Δραπετσώνα» με το Γρηγόρη Μπιθικώτση, που κυκλοφόρησαν τον Οκτώβρη του 1960 σε δίσκο 45 στροφών, ενώ τον Μάρτη του 1961 ηχογραφήθηκαν τα «Έχω μια αγάπη» και «Σαββατόβραδο» με το Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα.
Την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική για την ταινία «Συνοικία το Όνειρο» της οποίας το σενάριο συνυπέγραφε ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Κώστα Κοτζιά. Εκεί πρωτοακούστηκε και το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», με στίχους του Τάσου Λειβαδίτη… Η σκηνοθεσία ήταν του σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Ακολουθούν μερικές φράσεις – μαθήματα ζωής αλλά και αποσπάσματα από τα ποιήματα του μεγάλου ποιητή
- Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…
- Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
- Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
- Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα.
- Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς ένας κόσμος για να πεθάνεις.
- Εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει (αν το βρω, ίσως σωθώ — ίσως σωθεί κι η ανθρωπότητα)
- Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό.
- Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
- Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί – πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
- Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση. - Αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.
- Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.
η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα - Γι’ αυτό σου λέω πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά. - Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια.
- Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή.Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
- Κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.
- Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.
- Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
- Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…
- Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.
- “Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
- Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον
- Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Ίνα πληρωθή το ρηθέν
Ήμουν τόσο λυπημένος, που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό το ηλίθιο φάντασμα μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη «γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;» «θέλω να καταλάβω, μητέρα».
Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί: ο γέρος με το φλάουτο ένας τρελός χωρίς ηλικία ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό – τ’ απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.
Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά – νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι είχαν περάσει τα χρόνια κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.
Το τέλος μιας ιστορίας που δεν άρχισε ποτέ
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά
στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων..
Το Υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
Ασφαλής κατεύθυνση
Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο
χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός: κατέβαινα,
λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό
χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και
περίμενα – κι ας είναι ευλογημένο τ` όνομα του Θεού, ποτέ
δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο,
όπου ο ατμός απ` τις κατσαρόλες με γέμιζε
θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσοι
με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα, σαν
τις εποχές, ώσπου, τέλος, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω
κάποιον απ` τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα το
σπίτι μου…
Η περιπέτεια
Και θα μπορούσε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα πως γυρισμός δεν υπάρχει…