Ο Καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών και Τοξικολογίας και διευθυντής του ομώνυμου εργαστηρίου, στο τμήμα Βιοχημείας- Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας μίλησε για τα οφέλη της φέτας στον ανθρώπινο οργανισμό.
Όσα είπε ο Δημήτρης Κουρέτας
Από την έρευνα που γίνεται τα τελευταία 13 χρόνια στο παραπάνω εργαστήριο ως προς την βιολογική δράση των πρωτεϊνών του αιγοπρόβειου γάλακτος, ο κ. Κουρέτας ανέφερε ότι «οι πρωτεΐνες του αιγοπρόβειου γάλακτος ασκούν μια πολλή ιδιότυπη αντικαρκινική δράση στα κύτταρα του ανθρωπίνου σώματος και η δράση που έχουν είναι σαν να νηστεύεις», δηλαδή να θέτεις το σώμα σε σκόπιμη στέρηση της τροφής για μικρά διαστήματα, που στην επιστημονική ορολογία ονομάζεται ως «διαλειμματική νηστεία» (intermittent fasting -IF).
Ένα από τα πιο σημαντικά παράγωγα του γίδινου γάλακτος είναι η φέτα που στο σύνολο της κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή αγορά έχει μερίδιο μόλις του 2% αλλά είναι στην πρώτη θέση σε ότι αφορά τις βιοχημικές της ιδιότητες σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Όπως ανέφερε ο κ. Κουρέτας «η φέτα έχει: 2 φορές περισσότερη Β12 από το cheddar, 4 φορές περισσότερη βιταμίνη D από την παρμεζάνα, 2 φορές περισσότερο σίδηρο από το blue cheese και 3 φορές περισσότερο ασβέστιο από το brie».
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν εκπονήσει στο εργαστήριο Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας η φέτα είναι από τα καλύτερα τυριά στον κόσμο, αλλά ο καθηγητής Κουρέτας σημειώνει με απογοήτευση ότι «δεν το γνωρίζουμε ούτε στην Ελλάδα που είναι η παραγωγός χώρα».
Ο καθηγητής Κουρέτας αναφέρει ότι η φέτα «έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι βελτιώνει το γλυκαιμικό προφίλ σε διαβητικούς ασθενείς αυξάνοντας την έκκριση ινσουλίνης. Είναι πολύ καλή πηγή ασβεστίου, όπως κανένα άλλο μέταλλο, και άριστη πηγή βιταμίνης Α, που βοηθάει στην όραση, στην αναπαραγωγή και στην άμυνα του σώματος.
Κλινικές μελέτες, έχουν δείξει ότι βοηθάει στην διατήρηση ενός καλού επιπέδου σωστής φλεγμονώδους αντίδρασης. Δηλαδή στο να βελτιώνουμε το αμυντικό μας σύστημα». Ο κ. Κουρέτας αναφέρει ότι «μια μικρή μερίδα φέτας 85 γραμμάρια ημερησίως, μας δίνει 14 γραμμάρια πρωτεΐνης, το 74% της βιταμίνης Β2 που θέλουμε τη μέρα, το 42% της βιταμίνης Β12, το 75% του ασβεστίου και το 50% του φωσφόρου».
Πρότεινε να γίνει χαρτογράφηση του γίδινου γάλακτος που παράγεται στην δυτική Μακεδονία και με βάση τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν να προχωρήσει η περιοχή στην μεταποίηση σε πιστοποιημένη κατσικίσια φέτα που να κατευθύνεται σε αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ που μπορούν να το πληρώσουν.
Ο Καθηγητής της Κτηνιατρική Σχολής του ΑΠΘ Γεώργιος Αρσένος ανέφερε ότι στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας παράγεται το 7,5% της εθνικής ποσότητας του αιγοπρόβειου γάλακτος. Όμως έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας αφού η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων κτηνοτρόφων είναι σε ηλικία πάνω από 53 έτη και επεσήμανε ότι «εάν δεν αναστραφεί η κατεύθυνση που έχουν πάρει τα πράγματα, κινδυνεύει η Ελληνική αιγοπροβατοτροφία».
Η συνέχεια της έρευνας
Μίλησε σε υψηλούς τόνους χαρακτηρίζοντας ως «νεοτσιφλικάδες του γάλακτος» τις γαλακτοβιομηχανίες που σύμφωνα με τον ίδιο «έχουν στραγγαλίσει τους παραγωγούς και με τις πρακτικές που εφαρμόζουν, φορτώνουν στον παραγωγό την κάθε μεταποιητική αστοχία η αρρυθμία της αγοράς».
Ο κ. Αρσένος αναφέρθηκε και στην απολιγνιτοποίηση κατά την οποία, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε «θα δημιουργήσει περί τους 20.000 ανέργους». Τόνισε ότι μια από τις διεξόδους που θα μπορούσαν να έχουν ορισμένοι από τους ανθρώπους που θα χάσουν τις δουλειές τους «είναι η εκτροφή ζώων και η ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων γάλακτος». Πρόσθεσε ότι θα πρέπει να γίνει «μια τεράστια προσπάθεια τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους εταίρους του κλάδου ώστε να αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία της εκτροφής ζώων της Δυτικής Μακεδονίας».
Ο περιφερειάρχης δυτικής Μακεδονίας Γιώργος Κασαπίδης σημείωσε ότι άμεσος στόχος είναι «να αναδειχθούν οι μοναδικές βιοχημικές ιδιότητες του αιγοπρόβειου γάλακτος και της φέτας που παράγεται στους ορεινούς όγκους της δυτικής Μακεδονίας και ότι αυτό μπορεί να γίνει με την τεχνογνωσία που διαθέτουν τα ερευνητικά εργαστήρια των πανεπιστημίων μας».