Όλοι στη χώρα μας γνωρίζουν ότι «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι Ευρωπαίοι τρώγανε βελανίδια», ελάχιστοι όμως έχουν μπει στον κόπο να μάθουν τι ακριβώς κάναμε εμείς, όταν οι Ευρωπαίοι διάβαζαν αρχαία ελληνική γραμματεία, αποθέωναν την τέχνη της κλασσικής Ελλάδας και έχτιζαν κτίρια που να μοιάζουν με τους ναούς και τα μνημεία μας. Τέτοιες αναζητήσεις, βλέπετε, δεν φέρνουν κολακευτικά αποτελέσματα… Διότι, όταν οι Ευρωπαίοι ανακάλυπταν την Αρχαία Ελλάδα, εμείς χρησιμοποιούσαμε τα αγάλματα ως υλικά οικοδομής, κάναμε χάζι τους «μουρλούς ξένους» που γυρνούσαν στα ερείπια και σκίτσαραν τις «άχρηστες κολώνες», για να μην πούμε για εκείνους που, για λίγα γρόσια, διευκόλυναν τους «μουρλούς» να πάρουν στις πατρίδες τους μερικές από αυτές τις «παγανιστικές παλιατζούρες»… Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, φίλες και φίλοι: πρώτα ανακάλυψε η Ευρώπη το μεγαλείο της κλασσικής ελληνικής τέχνης και ύστερα έμαθαν να το αγαπούν οι Έλληνες…
του Δημήτρη Καλαντζή
Τούτη η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στον σπουδαιότερο ελληνιστή όλων τον εποχών. Έναν γιο τσαγκάρη από κάποια ασήμαντη πόλη της Πρωσίας, που εκατό χρόνια πριν την επανάσταση του ’21, έκανε την Ευρώπη να λατρέψει την ελληνική κλασική τέχνη. Το όνομά του είναι Johann Joachim Winckelmann (Βίνκελμαν). Πρόκειται για τον θεμελιωτή της κλασικής Αρχαιολογίας και τον μεγαλύτερο υμνωδό της ελληνικής τέχνης. Το πιθανότερο είναι να μην τον έχετε ακούσει ποτέ. Οι νεοέλληνες προτίμησαν τα ονόματα στρατιωτικών και διπλωματών για τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Στον Βίνκελμαν έμεινε μόνο ένα αδιέξοδο δρομάκι στο Α΄ Νεκροταφείο… Κι όμως, αν δεν ήταν εκείνος, ίσως να μην υπήρχε κανένας φιλέλληνας στρατιωτικός και διπλωμάτης να υποστηρίξει την Ελλάδα στην Ευρώπη…
Ο Βίνκελμαν ξεκίνησε να υμνεί την Αρχαία Ελλάδα με το έργο του «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική», σημειώνοντας την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης απέναντι σε κάθε άλλη μορφή τέχνης όλων των εποχών! Στο έργο του προέτρεπε τους σύγχρονούς του καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτή την τέχνη και να τη μιμηθούν. Παροιμιώδης έμεινε η φράση του για την ανεπανάληπτη «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» των έργων της κλασικής Αρχαιότητας («edle Einfalt und stille Gröbe»).
Με το επόμενο δοκίμιό του για την «Αντίληψη του ωραίου στην τέχνη» (1763), ο Βίνκελμαν επηρέασε καθοριστικά τις αισθητικές αντιλήψεις ολόκληρης της εποχής του ύστερου Διαφωτισμού στην Ευρώπη. Η επιρροή του καθρεφτίζεται στις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του 18ου-19ου αιώνα, όπως ο Γκαίτε, ο Μπάιρον και ο Σίλλερ. Ο απόηχος των θεωριών του έφτασε μέχρι την πολιτική επικαιρότητα της εποχής του, καθώς οι απόψεις του για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το δημοκρατικό πολίτευμα των πόλεων – κρατών στην ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, βρήκαν ευνοϊκό έδαφος στην ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και αργότερα στους οπαδούς του Ναπολέοντα.
O Βίνκλεμαν γεννήθηκε το 1717 στο Stendal του Μαγδεμβούργου, στη βόρεια Γερμανία (τότε Πρωσία) από πατέρα τσαγκάρη και μάνα υφάντρα. Οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, δεν του επέτρεψαν να πάει σε καλά σχολεία, αλλά η δίψα του για μάθηση και η εμμονή του με την αρχαία Ελλάδα, του εξασφάλισαν μία θέση βιβλιοθηκάριου στην περίφημη βιβλιοθήκη του κόμητα Bunau στο Nothnitz, κοντά στη Δρέσδη. Από τα βιβλία της βιβλιοθήκης αυτής θα αντλήσει πλήθος νέων πληροφοριών σχετικών με την κλασική αρχαιότητα, ενώ συγχρόνως η αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή της γειτονικής Δρέσδης θα του δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσει και άμεση αντίληψη αρχαίων έργων.
Ο καρδινάλιος Αρχίντο, ένας διπλωμάτης της αυλής του Βατικανού, εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις του νεαρού Βίνκελμαν θα προσπαθήσει να τον προσηλυτίσει στον καθολικισμό. Γνωρίζοντας ότι το όνειρο του ήταν να επισκεφθεί τη Ρώμη, προσφέρεται να τον βοηθήσει με αντάλλαγμα να απαρνηθεί τον Λούθηρο και να γίνει καθολικός. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ο Winckelmann το 1754 ασπάστηκε τον καθολικισμό και με βασιλική υποτροφία (και λαμπρές συστατικές επιστολές) φτάνει στην αιώνια πόλη όπου γίνεται αμέσως δεκτός στον κύκλο των μορφωμένων και των ανώτερων κληρικών. Γρήγορα αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Τμήματος των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Βατικανού ως ο επίσημος αρχαιολόγος του Πάπα…
Το 1762 και το 1764, έχοντας επισκεφθεί τη Νεάπολη και την περιοχή του Βεζουβίου, εκδίδει δύο μελέτες με τις οποίες πληροφορεί το κοινό, με τρόπο υπεύθυνο, για τα συναρπαστικά ευρήματα που είχαν αποκαλυφθεί τότε στο Herculaneum και για τη σημασία τους. Για τη σωστή ερμηνεία των μνημείων ο Winckelmann καταφεύγει στη βοήθεια της ελληνικής μυθολογίας, ενώ ως τότε η αποκλειστική πηγή για σχετικές πληροφορίες ήταν η ρωμαϊκή μυθολογία.
Το 1768, νοσταλγώντας την πατρίδα του, αποφασίζει να την επισκεφθεί. Φθάνοντας στη Βιέννη, γίνεται δεκτός με τιμές από τη βασίλισσα Μαρία-Θηρεσία αλλά, για ανεξήγητους λόγους, αποφασίζει να διακόψει το ταξίδι του προς τη Γερμανία και προγραμματίζει την επιστροφή του στη Ρώμη. Αυτή η αλλαγή του ταξιδιού του στάθηκε μοιραία. Καθ’ οδόν προς τη Ρώμη και ευρισκόμενος στην Τεργέστη, δολοφονείται από έναν άνθρωπο του υποκόσμου ονόματι Αρκάντζελι στις 8 Ιουνίου 1768 με πιθανότατο κίνητρο τη ληστεία. Τον δολοφόνο του, είχε «γνωρίσει» στο λιμάνι της πόλης τις πρώτες ημέρες της άφιξής του στην Τεργέστη. Αυτό το άδοξο τέλος επεφύλαξε στον θεμελιωτή της επιστήμης της Κλασικής Αρχαιολογίας η μοίρα.
Μέχρι την εμφάνιση του Βίνκελμαν, η αρχαία τέχνη χλευάζονταν από τον χριστιανισμό για την παρακμή και την εξαφάνισή της. Ο Βίνκελμαν διαχώρισε τη ρωμαϊκή από την ελληνική τέχνη, απογειώνοντας τη δεύτερη, ως κορυφαία έκφραση του ανθρώπου μίας δημοκρατικής κοινωνίας, όπως ήταν η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.. Η παρακμή της τέχνης, έγραψε ο Βίνκελμαν, ξεκίνησε από τα Ελληνιστικά Βασίλεια, που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλέξανδρου, όταν πια δεν υπήρχε «κοινό», δεν υπήρχε δηλαδή δημοκρατία, αλλά η τέχνη είχε περάσει στα χέρια της ιδιωτικής επίδειξης, καταλήγοντας σε αδιέξοδο. Ο Βίνκελμαν ήταν εκείνος που στοιχειοθέτησε τον σύνδεσμο μεταξύ εξαιρετικής καλλιτεχνικής δημιουργίας και πολιτικής ελευθερίας.
Χάρη στον Βίνκελμαν το ενδιαφέρον των μελετητών απομακρύνθηκε από τα περιγραφικά και βιογραφικά στοιχεία και στράφηκε αποκλειστικά στις βαθύτερες αισθητικές και πνευματικές αξίες που περικλείει η αρχαία ελληνική τέχνη. Στην Ιστορία του, ο Winckelmann έθεσε για πρώτη φορά τις βάσεις της εξέλιξης της τέχνης γενικά, και ειδικότερα της αρχαίας τέχνης, συνδυάζοντας με επιδεξιότητα και γνώση κλιματολογικά, μυθικά, ιστορικά, θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά, αισθητικά και πολιτισμικά στοιχεία, προβαίνοντας στην ερμηνεία και αξιολόγηση της τέχνης των αρχαίων λαών, και ειδικότερα των Ελλήνων, με πρωτότυπο τρόπο και υποδειγματική μέθοδο.
Θεμελιωτής του Νεοκλασικισμού και ιδρυτής της επιστημονικής Αρχαιολογίας, ο Βίνκελμαν μετέδωσε τη λάμψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε σημείο μάλιστα που ορισμένοι να μιλήσουν για «πολιτισμικό ζυγό» της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων χωρών. Όμως αυτός ο «ζυγός» ήταν τόσο στιβαρός που έκανε τον Νίτσε να γράψει: «Κάθε δημιουργία δίπλα σε εκείνες των Ελλήνων, μοιάζει με έκτρωμα αδέξιας μίμησης και γελοιογραφία».