Site icon Straight.gr

Πώς η Ελλάδα κυνηγούσε τον Καζαντζάκη για να μην πάρει το βραβείο Νόμπελ!

Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα… αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.

Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».

Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.

Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα ‘ταν διπλή». (Από γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, 18.7.1946.) Προτάσεις στη Σουηδική Ακαδημία μπορούσαν να κάνουν ακαδημίες και ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες και σωματεία τους, γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.

Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Πώς άλλωστε ήταν δυνατό να προτείνει τον Καζαντζάκη για Νομπέλ, αφού μόλις τον προηγούμενο χρόνο τον είχε θεωρήσει ακατάλληλο να γίνει μέλος της, προκρίνοντας αντ’ αυτού τον Σωτήρη Σκίπη; Εντός Ακαδημίας ο Σκίπης, εκτός Ακαδημίας ο Καζαντζάκης! Εκτός και ο Σικελιανός!

Μαζί με την αίτησή του προς την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1945, ο Καζαντζάκης υπέβαλε και κατάλογο των έργων του: πέντε ταξιδιωτικά, δώδεκα δραματικά, τρία φιλοσοφικά, ένα ποιητικό, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ιστορικό, δώδεκα μεταφράσεις και πολλά παιδικά βιβλία. Αυτή ήταν ως τότε η πνευματική δημιουργία του, καθώς και μερικά άλλα που δεν περιέλαβε. Με την πάροδο του χρόνου το συγγραφικό του έργο εμεγεθύνετο και έκρουε την πύλη της Σουηδικής Ακαδημίας.

Δεν είναι άσκοπα δύο κατατοπιστικά λόγια για τον αδιαλείπτως τον καιρό εκείνο προβαλλόμενο από την Ελλάδα για το Νομπέλ Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Ενα» και «Οι Πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη.

Γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη, ελληνικά πάντοτε, ο φίλος του ελληνιστής και συγγραφέας ­ έγραψε βιβλίο για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία ­ Βörje Knöss από τη Στοκχόλμη στις 9.9.1956 («Νέα Εστία», τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, σελ. 306): «… Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Ελληνες έχουν προσφέρει για το Βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης. Συγχρόνως έγραψαν να μη ζητήσουν οι Σουηδοί συμβουλές από εμένα γιατί είμαι «κομμουνιστής»…». Αυτός λοιπόν ο Βουγιουκλάκης δεν ανέκυψεν αιφνιδίως το 1956. Ηταν ήδη παλαιάς χρήσεως και μεταχειρισμένος από προηγούμενα χρόνια.

Ο Βörje Knöss έγραψε νωρίτερα, στις 14.12.1947, στον Γιώργο Θεοτοκά πληροφορώντας τον για μια δεκαπεντασέλιδη μπροσούρα, που κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη και ήταν εχθρική για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό και λίαν επαινετική για τον έλληνα μυθιστοριογράφο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, τον οποίο παρουσίαζε ως κορυφαίο! Και ο Knöss ρωτάει τον Θεοτοκά: Ποιος είναι αυτός; Αλήθεια, ποιος είναι αυτός; Μήπως μια πράσινη οχιά; Αποκλείεται. Ξένοι προς την Ελλάδα

Είναι πασιφανές ότι ο Νίκος Καζαντζάκης καταπολεμάται σφοδρώς από την πατρίδα του, η οποία είχε χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» τον διορισμό του στην UNESCO, στο Παρίσι, το 1946. Εφερε ο Καζαντζάκης, μαζί με τον Σικελιανό, ένα μεγάλο προπατορικό αμάρτημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής («Εστία», 31.8.1946), ήσαν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα». Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινεν ακόμη η εφημερίδα. Το σχόλιό της εστέγασε κάτω από τον τίτλο: «Μια διεθνής απάτη». Διεθνής απατεώνας ο Καζαντζάκης, διεθνής απατεώνας ο Σικελιανός. Για διαπλοκές και διαπλεκόμενα δεν τους έγραψαν! Ησαν όμως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Στην Αθήνα γινόταν και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία.

Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος». Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του. Θετική είναι η πληροφορία μου αυτή και απλώς αναζητώ το κείμενο.

Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς ­ η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών ­ τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.

Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «…πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο…» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βörje Knöss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα.

Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «…Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία ­ κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο ­ κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε· με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν…».

Οταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ετών 41, και η Ελένη Σαμίου, ετών 20, πρωτοσυναντήθηκαν τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα και συνέχεια στη Ραφήνα, ο ένας διάβασε μέσα στα μάτια του άλλου το αλληλένδετο πεπρωμένο του. Και όταν αποφάσισαν να δεθούν μεταξύ τους και θαρραλέως να συζούν, πριν ακόμη από τον γάμο, ο Νίκος είπε στην Ελένη ότι η αγάπη τους είναι μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Της είπε ακόμη ότι στη ζωή τους θα βρουν δυσκολίες πολλές, μπορεί και «να πουν το ψωμί ψωμάκι». Και το είπανε. Ενα πράγμα όμως δεν θα της συμβεί ποτέ μαζί του, να πλήξει. Δεν έπληξε ποτέ. Και στάθηκε στον «πούντον» της, όπως λέμε στην Κύπρο. Σε όλες τις αντίξοες ώρες η Ελένη με αυταπάρνηση του συμπαραστάθηκε και τον γλύκαινε. Και στις ευτυχισμένες ώρες τού έκανε τη γη παράδεισο. Εγινε αθλητίνα και συναθλητίνα του, «γενναία συντρόφισσα στον εδικό του ανήφορο».

Εβγαινε τότε ταπεινά η Ελένη στα πάρκα της Αντίπολης ­ πόσο θυμίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού ­ και μάζευε φοινίκια κάτω από τις φοινικιές. Τα πλένει, τα βάφει, τα τρυπάει, τα περνά σε πλαστική κλωστή και τα πουλάει στους τουρίστες. Και σώζει έτσι ξανά τον άνθρωπό της, όπως τον έσωσε και πριν στην Αίγινα, τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής και της μεγάλης πείνας. Γι’ αυτό και όχι αδίκως εκείνος της πλέκει ύμνο μέγα στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «…είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: «Βλογημένη να ‘ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!»…». (Κεφάλαιο: Επίλογος.)

Σε μια πρεσβεία μας δεν του έδωσαν καρέκλα να καθήσει και τον άφησαν να περιμένει, όταν επήγε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη να ζητήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Και επιπλέον υβρίστηκε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, στην ίδια πόλη, η κινεζική πρεσβεία του παρέθετε επίσημο δείπνο! Ηταν στα τελευταία του τότε ο Νίκος Καζαντζάκης. Και είχε τη διαίσθηση του συντόμως επερχόμενου θανάτου του. Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν· το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος ­ οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας ­ και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;

Ποιος τα ξέρει αυτά; Ποιος πολιτειακός παράγοντας πήγε ποτέ στον τάφο του για να απολογηθεί γι’ αυτές τις κρατικές βαναυσότητες; Και να καταθέσει όχι λουλούδια, παρά ένα πανέρι με φρούτα. Το είπε κάποτε ο ίδιος: Οταν μου φέρετε φρούτα στον τάφο μου, θα αναστηθώ. Τον ανασταίνουμε σήμερα ή συνεχώς τον ξανασταυρώνουμε; Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη

Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.

Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του. Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.

Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».

Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη:

«…Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε «μούτρα» στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.

Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».

Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του Καζαντζάκη άρχισε πλέον να απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Η διεθνής αναγνώριση τού διάνοιγε τον δρόμο προς το Βραβείο, το οποίον ακοιμήτως ναρκοθετούσε η Ελλάς. Να τον αφήσει να πάρει το Νομπέλ; Αδύνατον. Ακόμη και μυστικούς αστυνομικούς έστελναν τότε στην Αντίμπ, οι οποίοι υπεδύοντο τους δημοσιογράφους για να τον κατασκοπεύσουν!

Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από το κέντρο, την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ισως όλα, και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια. Ηταν και Κρητικός ο Καζαντζάκης. Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής ο Μελάς αρθρογραφούσε στην ελεγχόμενη τότε από το κατοχικό καθεστώς εφημερίδα «Η Καθημερινή». Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, προέτρεψε τους Κρητικούς να μην αντισταθούν, αλλά να καλωσορίσουν τους Γερμανούς.

Οσον αφορά τον πρέσβη Ανδρουλή, είναι χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη σε επιστολή του προς τον Knöss στις 22.7.1951 για τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού: «Εκεί καταντήσαμε. Αυτό δείχνει

ποιοι άνθρωποι, ποιοι Ανδρουλήδες, κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα». Το όνομα προσώπου έγινε δείγμα ποιότητας και συμπεριφοράς.

Γράφει ο Βörje Knöss στον Γιώργο Θεοτοκά στις 9.3.1951: «…Τώρα δεν θέλω παρά να σας επισημάνω με δυο λόγια και εντελώς εμπιστευτικά ότι ο κ. Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη, σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων Συγγραφέων. Τον είδα και κουβέντιασα πολύ λίγο μαζί του. Τον γνώριζα ήδη από τη φήμη του, όχι προσωπικά, αλλά οι συμπατριώτες μου και οι εφημερίδες εδώ, που δεν ξέρουν τίποτα, νομίζουν πως είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας της Ελλάδας. Ο πρέσβης της Ελλάδα στη Σουηδία είναι της ίδιας γνώμης, όπως φαίνεται. Κάνω ό,τι μπορώ για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις, αλλά η φωνή μου πνίγεται από το μεγάλο θόρυβο που δημιούργησαν…». Τον πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή ο Knöss χαρακτηρίζει «παρα πολύ αντιπροοδευτικό» και «πολύ φίλο του κ. Σπύρου Μελά». (9.10.1957)

Σε άλλη επιστολή του προς τον Θεοτοκά στις 29.3.1951 ο Βörje Knöss συμπληρώνει: «…Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλον αυτόν το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κ. Σπύρος Μελάς. Εγινε δεκτός από τον βασιλέα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας ­ τον κ. Οντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα, και τον κ. Τάλλμπεργκ ­ και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που, για κείνον, ήταν «κομμουνιστές» και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα. Ερχόμενος με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αντιπροσώπευε ο ίδιος την αληθινή νέα ελληνική λογοτεχνία! Ηθελε μάλιστα να μεταφράσω μερικές νουβέλλες που έχει δημοσιεύσει. Εκανα γνωστή στους φίλους μου ποια ήταν η αλήθεια στα λόγια του και έκανα ό,τι μπορούσα για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις και τα λάθη που θα μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς παρ’ όλα αυτά μερικές εντυπώσεις μένουν…».

Ο Knöss σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο: «…Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα ‘ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)…». Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss. Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι.

Γνωρίζοντας και από άλλες περιπτώσεις την πολυπραγμοσύνη της βασίλισσας Φρειδερίκης ­ τριάντα χρόνια υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας διετέλεσα ­ δέχομαι ως γενόμενη αυτή την παρέμβασή της εναντίον του Καζαντζάκη. Η ίδια η Φρειδερίκη, π.χ., τηλεφώνησε στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και τον πίεσε να δεχθεί και να προσυπογράψει τη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη για λύση του Κυπριακού. Πρόκειται για τις γνωστές Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Τι της έπεφτε λόγος να παρέμβει; Αν από πλευράς τους κρινόταν σωστό ή αναγκαίο, ας τηλεφωνούσε ο Βασιλιάς Παύλος. Γιατί όχι λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση; Είναι γνωστό ότι «έκανε τού κεφαλιού της», αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι έκανε και θετική παρέμβαση για τον Καζαντζάκη, με σκοπό ουσιαστικά τη διαφύλαξη του διεθνούς γοήτρου της Ελλάδας. Παρενέβη το 1954 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Και άλλοι συνέτειναν βέβαια. Αλλά το σωστό να λέγεται. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος.

Σ’ αυτή την ατελείωτη διελκυστίνδα για Καζαντζάκη και Νομπέλ εμπλέκεται και η Κύπρος, με το Κυπριακό πρόβλημα, που κορυφώθηκε με τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από το 1955-1959.

Ο Καζαντζάκης ζώντας, έστω, μακριά στην Αντίμπ παρακολουθούσε εναγωνίως τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο και ύψωνε διαρκώς κραυγή συμπαράστασης προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο και καταδίκης της αγγλικής κατοχής. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον έλληνα συγγραφέα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τα μαχητικότερα κείμενα και υπερασπίστηκε την Κύπρο και τα δίκαιά της, αρχίζοντας τούτο από τότε που την επισκέφθηκε, μία και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1926.

Ο Βörje Knöss, εκτός από την προηγούμενη αναφορά για τους «Αγγλοσαξονικούς», είπε ειδικά για την Κύπρο σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 18.5.1956: «…Μου φαίνεται απίθανον, μα η ανοησία και η κακοσύνη των ανθρώπων υπερβαίνουν όλα τα όρια, και το ζήτημα της Κύπρου σκοτεινιάζει όλα τα πνεύματα. Παντέρμη Ελλάδα, που πάντα είναι καταβολή στο παίξιμο των Μεγάλων Δυνάμεων! Και λυπούμαι απ’ όλη την καρδιά μου τους δυστυχείς Κυπριώτες, που οι Εγγλέζοι τόσο τους αδικούν…».

Σηκώνονται οι λίγες τρίχες της κεφαλής μου αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι άθλιοι ίσως να καπηλεύτηκαν και την εθνική υπόθεση της Κύπρου για να ματαιώσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Καζαντζάκη! Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αποκλείω από όσα γράφει και όπως τα γράφει ο Βörje Knöss και αγγλική ανάμειξη! Αυτή τη στιγμή που χαράσσω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις μού έρχεται στον νου η επίσημη πληροφορία από το Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο στο Λονδίνο, που μου εδόθη πριν από λίγα χρόνια: Οτι τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Αλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και, αν καλώς ενθυμούμαι, άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Αρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο σχετικό με τον Καζαντζάκη, δεν βλέπω άλλο, παρά το Βραβείο Νομπέλ. Δηλαδή η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Αγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται!

Θα πει ενδεχομένως κανείς: Μα και σ’ αυτό θα ανακατέψουμε τους Αγγλους; Είδα με τα μάτια μου στο Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που προφανώς είχε παραπέσει κατά τη διαλογή για ταξινόμηση, με πληροφορίες δοθείσες από επώνυμο έλληνα λόγιο και διανοούμενο για τα φρονήματα των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων στην Ελλάδα. Και ανάμεσά τους, σαν πολύ κομμουνιστές φιγουράριζαν ψηλά ψηλά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Είδα και διάβασα ακόμη έγγραφα πολλά ­ δημοσιεύτηκαν και σε βιβλίο ­ για αγγλική ανάμειξη στις εκλογές Ορθοδόξων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών στη Μέση Ανατολή. Παντού είχαν και έχουν χωμένη τη μύτη τους οι Αγγλοι. Γιατί όχι και σ’ αυτό;

Βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και όλα είναι θεμιτά, και τα θεμιτά και τα αθέμιτα, ακόμη και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Σουηδική Ακαδημία. Ο Knöss καλύπτει και αυτή την πτυχή σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 11.9.1952, έτος κατά το οποίο το Νομπέλ δόθηκε σε Αγγλον:

«…Είμαι πολύ πολύ θλιμμένος για την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας… μου λένε πως ήταν δυο κόμματα στην Ακαδημία, το ένα για Σας και το άλλο για τον Graham Greene… Επειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιραν. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειάν μου, μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθειαν!…».

Επανέρχομαι στην ιεραποστολή του Μελά στη Στοκχόλμη, για την οποία γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη (18.12.1952): «Το τι είπε εναντίον μου και στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στο Σουηδό βασιλέα, το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό μου.

Κάθε χρόνο, βροχή πάνε τα γράμματα στη Σουηδική Ακαδημία εναντίον μου (έχω αντίγραφα) και κανένας φίλος Ελληνας δεν αποκότησε να στείλει ένα γράμμα να πει πως είμαι τίμιος άνθρωπος και το έργο μου δε συγκρίνεται με κανένα άλλο.

Η Νορβηγική Εταιρία Λογοτεχνών επρότεινε πέρυσι παμψηφεί και θα προτείνει και την άνοιξη του 1953 να πάρω το Νόμπελ· τι έκαμε η δική μας Εταιρία;

Δε με νοιάζουν οι οχτροί, με γνοιάζουν οι φίλοι· νομίζω θα παραμείνει επί πολλά χρόνια πνευματικό αίσχος για τους Νεοέλληνες».

Στο θλιμμένο τούτο γράμμα ο Καζαντζάκης διατυπώνει και το παράπονο ότι ουδείς ακαδημαϊκός διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες του Μελά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας. «Κι ήταν τότε Πρόεδρος ο έντιμος Μαριδάκης» λέει με απογοήτευση ο Καζαντζάκης.

Οι πληροφορίες από τη Στοκχόλμη είναι έγκυρες, γιατί προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν μέσα στα πράγματα. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.

Εκτός από τις έγκυρες πληροφορίες που διαρκώς έφθαναν από φίλους στον Καζαντζάκη για το Νομπέλ, το ζεύγος Καζαντζάκη παρατήρησε ­ χωρίς να το εξηγήσει, γιατί δεν ήξερε ­ ότι περισσότεροι σουηδοί δημοσιογράφοι κατά το 1956-1957 παρά πριν έφθαναν στην Αντίμπ και ζητούσαν να τους δουν. Νίκος και Ελένη δεν έδωσαν και πολλή σημασία, απλώς ευχαριστήθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο συνέβη και το 1952, με τη διαφορά ότι τότε οι εφημερίδες εζήτησαν πληροφορίες και σημειώματα από τον Βörje Knöss για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.

Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ακούσω από τον αείμνηστο φίλο μου Νίκο Καρύδη μια ανάλογη ιστορία με τον Γιώργο Σεφέρη, όταν επρόκειτο να πάρει το Νομπέλ. Ηλθαν τότε στην Αθήνα σουηδοί δημοσιογράφοι, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν. Κάποιοι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο. Τους μαζεύει λοιπόν η Ιωάννα Τσάτσου, που μας αφήκε χρόνους πριν από λίγες ημέρες, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, και τους επιδαψιλεύει περιποιήσεις επί περιποιήσεων. Η Ελλάδα εσκέπαζε τότε ένα μεγάλο πνευματικό τέκνο της, τον Γιώργο Σεφέρη, και πολύ καλά έκανε. Δεν έστειλε Μελάδες στη Στοκχόλμη. Ελληνάδες αποκαλούσε αυτά τα υποκείμενα ο Καζαντζάκης.

Πριν από μερικά χρόνια είπα στην Ελένη Καζαντζάκη την ιστορία που άκουσα από τον Καρύδη για τον Σεφέρη. Και τότε άρχισαν να ξυπνούν μέσα της οι μνήμες του παρόμοιου γεγονότος στην Αντίμπ. Είχε τώρα την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές.

Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».

Γι’ αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «…Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα ‘κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο· μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν… Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού…».

Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!

Ο κ. Πάτροκλος Σταύρου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη». Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Exit mobile version