«Τη φωνή μου και τα τραγούδια μου τα γνωρίζουν πολλοί. Τη ζωή μου όμως ελάχιστοι», είχε πει εξιστορώντας την αυτοβιογραφία της η Σοφία Βέμπο στην εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» με τίτλο «Η ζωή μου». Η αυτοβιογραφία της αυτή δημοσιεύτηκε από την Πέμπτη 15 Μαΐου ως το Σάββατο 25 Ιουλίου 1947, όταν βρισκόταν σε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης με το όνομα ΄Εφη Μπέμπο.Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Στο σπίτι μου με δίδασκαν να γίνω μια καλή νοικοκυρά και τρυφερή σύζυγος
«Οσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα», γράφει στην αυτοβιογραφία της.
Παρ’ όλα αυτά όμως στον Βόλο το είχε σκάσει από το σχολείο μαζί με μια φίλη της και παρακολούθησαν κρυφά τρία δραματικά έργα που έπαιζε ο θίασος Πρόζας της Αλίκης και του Μουσούρη. «Βγήκαμε από το θέατρο με καλυμμένα τα πρόσωπα. Αν το μάθαιναν οι δικοί μου θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς μου», έχει πει.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Οι πρώτοι της μισθοί ήταν 6.000 δρχ. το μήνα για τον πρώτο χρόνο και 10.000 δρχ. για τον δεύτερο. «Οι αριθμοί με ζάλισαν», έχει αναφέρει. Η κοντράλτο φωνή της με δύναμη, έκταση κι αίσθημα ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι…
Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας εpωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα.
Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο
Λίγο προτού εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα και ενώ με τα τραγούδια της κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε γίνει η «τραγουδίστρια της νίκης», βγαίνοντας από το θέατρο «Μοντιάλ» όπου εμφανιζόταν και πηγαίνοντας στο «Αλάμπρα» όπου έπαιζε η αδελφή της, «ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: «Με σκότωσες, παλιάνθρωπε». Τίποτα άλλο, λιποθύμησα». Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτύπησε και αμέσως μια βαριά φωνή τής είπε: «Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο. Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο».
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Παρέμεινε εκεί σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946). Τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ. Στη Μέση Ανατολή είπε σπουδαία τραγούδια, όπως «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αγάπη μου η ώρα φθάνει», «Για σένα τραγουδώ», «Καινούργια ζωή», «Λόντρα, Παρίσι», «Πότε», «Πάντα μαζί», «Σβήσε το φως», «Τι κι αν χαθείς»… Με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Η Αμερική και η σταυροφορία για την Ελλάδα
Τον Μάρτιο του 1947 η Σοφία Βέμπο έφυγε για την Αμερική. Η Σοφία Βέμπο έφθασε στις ΗΠΑ στις αρχές Απριλίου. Στόχος της η στρατολόγηση κάθε δυνατής υποστήριξης και βοήθειας για την κατεστραμμένη Ελλάδα. Στις συνεντεύξεις της μεταξύ άλλων τόνιζε τα εξής: «Με τη βοήθεια της Αμερικής η Ελλάδα θα γίνει το μεγαλύτερο μικρό κράτος του κόσμου».
«Μια και η Βέμπο είναι στην Αμερική, μια και οι αμερικανικές εφημερίδες τής κάνουν πραγματικά κολακευτικές κριτικές, μια και μπορεί ασφαλώς να γίνει γνωστή στους Αμερικανούς, γιατί επιμένει να απευθύνεται μόνο στον ελληνικό λαό;», είχε αναρωτηθεί η δημοσιογράφος και εκδότρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου. Η ίδια έμεινε 2 χρόνια στην Αμερική έχοντας πάντα στο νου της να γυρίσει στον τόπο της που της τα έδωσε όλα και με το παραπάνω…
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Τα χρόνια και η εpωτική μου ζωή είναι κάτι δικό μου, κάτι που δεν θα το μάθετε ποτέ…
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο.
Το ζευγάρι είχε αρραβωνιαστεί στην Αίγυπτο το 1942, όπου είχαν διαφύγει στα χρόνια της Κατοχής, για να επιστρέψουν στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση. Το 1946, και ενώ η επιθεώρησή τους «Ελλάδα μου κουράγιο» γνωρίζει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο ανακοινώνει ότι η τραγουδίστρια θα πάει στην Αμερική για περιοδεία. Ο Τραϊφόρος παρ΄ όλες τις προσπάθειές του δεν θα καταφέρει να τη μεταπείσει να παραμείνει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα μάλιστα κυκλοφορούν φήμες ότι εκεί την περιμένει ένας πλούσιος γαμπρός. Όταν, ύστερα από καιρό, ο Τραϊφόρος λαμβάνει ένα μάλλον ψυχρό και αδιάφορο γράμμα από τη Βέμπο, εκείνος, εν είδει απάντησης, της γράφει τους στίχους του κλασικού πλέον τραγουδιού: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».
Ερμηνεύτρια του ήταν η Δανάη Στρατηγοπούλου και τη μουσική έγραψε ο Μιχάλης Σουγιούλ.
Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της και έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο γιατί «η Τραγουδίστρια της Νίκης» έγινε σύμβολο του έθνους.