Κορονοϊός: Οι ειδικοί εκτιμούν οτι η παραλλαγή XEC του κορονοϊού είναι πιο μεταδοτική από όλα τα στελέχη.
Το κυρίαρχο στέλεχος του κορονοϊού αναμένεται να γίνει η παραλλαγή XEC τον χειμώνα, σύμφωνα με τους επιστήμονες καθώς ήδη αρκετοί άνθρωποι σε ευρωπαϊκές χώρες έχουν μολυνθεί από τη συγκεκριμένη παραλλαγή η οποία εξαπλώνεται συνεχώς.
Κροούσματα της XEC εντοπίστηκαν στη Γερμανία, τον Ιούνιο, ενώ από τότε περιπτώσεις της παραλλαγής XEC έχουν εμφανιστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, τη Σουηδία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Το στέλεχος XEC είναι υβρίδιο δύο υποπαραλλαγών της Όμικρον, της KS.1.1 κα της KP.3.3, οι οποίες κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη. Έχει ήδη εξαπλωθεί στις ΗΠΑ, καθώς ανιχνεύεται πλέον σε 25 πολιτείες, όπως αναφέρει το CBS.
Τα εμβόλια αν και έχουν προσαρμοστεί προκειμένου να καλύπτουν και τις νέες παραλλαγές φαίνεται ότι δεν καλύπτουν την παραλλαγή XEC η οποία προέκυψε από προηγούμενες υποπαραλλαγές της Όμικρον.
Ο καθηγητής Francois Balloux, Διευθυντής του Ινστιτούτου Γενετικής στο University College του Λονδίνου, είπε στο BBC News ότι παρόλο που η XEC έχει ένα «ελαφρή πλεονέκτημα μετάδοσης» σε σχέση με άλλες πρόσφατες παραλλαγές του Covid, τα εμβόλια ίσως προσφέρουν καλή προστασία.
Τονίζει ωστόσο ότι ενδέχεται η XEC να γίνει η κυρίαρχη υποπαραλλαγή κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ο διευθυντής του Scripps Research Translational Institute, στην Καλιφόρνια, Eric Topol λέει ότι η XEC «μόλις ξεκίνησε».
«Και αυτό θα πάρει πολλές εβδομάδες, μερικούς μήνες, προτού πραγματικά αρχίσει να προκαλεί τεράστιο κύμα», τόνισε στους LA TIMES.
Τα συμπτώματα πιστεύεται ότι είναι τα ίδια με αυτά του κρυολογήματος ή της γρίπης όπως:
υψηλή θερμοκρασία
πόνους
κούραση
βήχα ή πονόλαιμο
Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται καλύτερα μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά τον Covid, αλλά μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να ανακάμψουν.
Κορονοϊός: Έρευνα σοκ αποκαλύπτει τι αλήθεια για τα εμβόλια – Οι παρενέργειές τους
Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα παγκόσμια μελέτη συνδέει τα εμβόλια – που προστατεύουν από σοβαρή ασθένεια, θάνατο και επίμονα συμπτώματα της long Covid – με ελαφρώς αυξημένα ποσοστά εμφάνισης νευρολογικών παθήσεων, παθήσεων του αίματος καθώς και άλλων που σχετίζονται με την καρδιά.
Τα σπάνια περιστατικά – που καταγράφηκαν από τους πρώτους μήνες της πανδημίας – αποκάλυψαν υψηλότερο κίνδυνο φλεγμονής που σχετίζεται με την καρδιά από τα εμβόλια mRNA που παρασκευάστηκαν από τις εταιρείες Pfizer Inc., BioNTech SE και Moderna Inc. και αυξημένο κίνδυνο ενός τύπου θρόμβου αίματος στον εγκέφαλο μετά από ανοσοποίηση με εμβόλια με ιούς – φορείς, όπως αυτό που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και παρασκευάστηκε από την AstraZeneca Plc.
Τα εμβόλια με ιούς – φορείς συνδέθηκαν επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου Guillain-Barre, μιας νευρολογικής διαταραχής κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται λανθασμένα στο περιφερικό νευρικό σύστημα.
Σημειώνεται πως περισσότερα από 13,5 δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων Covid έχουν χορηγηθεί παγκοσμίως τα τελευταία τρία χρόνια, σώζοντας πάνω από 1 εκατομμύριο ζωές μόνο στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που εμβολιάστηκαν εμφάνισαν σημαντικές παρενέργειες, πυροδοτώντας συζητήσεις σχετικά με το αν τα οφέλη από το εμβόλιο υπερβαίνουν το ρίσκο τους.
Η νέα έρευνα από το Παγκόσμιο Δίκτυο Δεδομένων για τα Εμβόλια – που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Vaccine – εστίασε σε 13 ιατρικές καταστάσεις που η ομάδα θεώρησε ως «ανεπιθύμητες ενέργειες» μεταξύ 99 εκατομμυρίων εμβολιασμένων ατόμων σε οκτώ χώρες, με στόχο τον εντοπισμό περιστατικών που εμφανίστηκαν συχνότερα του αναμενόμενου μετά τον εμβολιασμό.
Η μυοκαρδίτιδα – ή αλλιώς φλεγμονή του καρδιακού μυός – εντοπίστηκε σταθερά μετά από την πρώτη, δεύτερη αλλά και τρίτη δόση εμβολίων mRNA, σύμφωνα με τη μελέτη. Η εμφάνιση της υπήρξε ακόμη συχνότερη μετά από μια δεύτερη δόση του εμβολίου της Moderna. Η πρώτη και η τέταρτη δόση του ίδιου εμβολίου συνδέθηκε επίσης με αυξημένη εμφάνιση περικαρδίτιδας [ή αλλιώς φλεγμονής του λεπτού σάκου που καλύπτει την καρδιά].
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, παράλληλα, μια στατιστικά σημαντική αύξηση των περιπτώσεων εμφάνισης συνδρόμου Guillain-Barre εντός 42 ημερών από την πρώτη δόση με AstraZeneca, η οποία δεν παρατηρήθηκε με τα εμβόλια mRNA.
Το ίδιο εμβόλιο συνδέθηκε με σημαντική αύξηση περιστατικών εγκεφαλικής φλεβικής θρόμβωσης, ενός τύπου θρόμβου αίματος στον εγκέφαλο. Σημειώνεται πως οι παρενέργειες αυτές οδήγησαν στην απόσυρση ή τον περιορισμό των ηλικιακών ορίων για το συγκεκριμένο εμβόλιο στη Δανία και πολλές άλλες χώρες. Η μυοκαρδίτιδα συνδέθηκε επίσης με την τρίτη δόση AstraZeneca σε ορισμένους.
Στη μελέτη εντοπίστηκαν ακόμη ενδείξεις για σύνδεση των εμβολίων τύπου AstraZeneca με εμφάνιση εγκάρσιας μυελίτιδας – ή αλλιώς φλεγμονής του νωτιαίου μυελού. Το ίδιο ισχύει και για την οξεία διάχυτη εγκεφαλομυελίτιδα – φλεγμονή και οίδημα στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό- μετά από εμβόλια τόσο ιού-φορέα όσο και mRNA.
Σημειώνεται πως η μελέτη δεν ασχολήθηκε με το σύνδρομο ορθοστατικής ταχυκαρδίας ή POTS, το οποίο ορισμένες έρευνες έχουν συνδέσει με τα εμβόλια ενάντια στον κορονοϊό.
Κορονοϊός: Άσχημα μαντάτα για τους άνδρες – Μεγάλος προβληματισμός
Ένας στους έξι άνδρες παγκοσμίως στερείται την πατρότητα, αφού, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αυτό είναι το ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών.
Ο αριθμός των ανδρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας ελάχιστα διαφοροποιείται μεταξύ των χωρών και είναι ανεξάρτητος από την οικονομική κατάστασή τους.
Σε παραπλήσια συμπεράσματα κατέληξε μια μελέτη των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, η οποία έδειξε ότι 1 στις 5 γυναίκες δεν τεκνοποιεί.
«Τα τελευταία χρόνια η ανδρική υπογονιμότητα αυξάνεται ραγδαία. Υπολογίζεται ότι στις μισές περιπτώσεις το πρόβλημα ξεκινά από τους άνδρες και ο κατάλογος των αιτιών είναι μεγάλος. Έχει παρατηρηθεί ότι η ποιότητα του σπέρματός τους υποβαθμίζεται. Επίσης, ολοένα και περισσότεροι αντιμετωπίζουν ανωμαλίες στο ουρογεννητικό σύστημα και εμφανίζουν καρκίνο στους όρχεις», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Για την πλειονότητα των ανδρών με υπογονιμότητα ευθύνονται περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η κακή διατροφή, η αύξηση του σωματικού βάρους, το άγχος, η χρήση κάνναβης, η χρόνια χρήση γλυκοκορτικοειδών, η έκθεση σε πολλά οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα ή το άτμισμα, όπως και η έκθεση των όρχεων σε υψηλές θερμοκρασίες.
Η έκθεση σε χημικές ουσίες που διαταράσσουν τις ορμόνες με τις οποίες έρχονται σε επαφή οι άνδρες στην καθημερινή ζωή τους έχει επίσης ενοχοποιηθεί από μελέτες.
Στις αιτίες πρέπει να προστεθούν γενετικοί λόγοι αλλά και ιατρικές παθήσεις, όπως ο διαβήτης, η κιρσοκήλη, η στυτική δυσλειτουργία, η κυστική ίνωση και το σύνδρομο Cushing, η δυσλειτουργία του υποθαλάμου ή της υπόφυσης, που παράγουν ορμόνες για τη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας των όρχεων.
Επίσης, η υπερπλασία των επινεφριδίων και η ύπαρξη αυτοάνοσων διαταραχών, οι τραυματισμοί και οι λοιμώξεις μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολία απόκτησης απογόνων.
Και αν οι άνδρες σε νεαρή ηλικία δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν, στους άνω των 40 ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται. Τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι και η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζει τη γονιμότητα, αφού μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων και την ποιότητά τους.
Στο 39ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) παρουσιάστηκε μια μελέτη, την οποία πραγματοποίησαν, μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Οκτωβρίου 2022 Ισπανοί ερευνητές.
Σε αυτήν συμμετείχαν 45 άνδρες, μέσης ηλικίας 31 ετών, που παρακολουθούνταν από έξι κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Όλοι είχαν επιβεβαιωμένα περάσει ήπιας μορφής COVID-19 και οι κλινικές διέθεταν δεδομένα από την ανάλυση δειγμάτων σπέρματος που είχαν ληφθεί πριν από τη μόλυνση των ανδρών. Ένα άλλο δείγμα σπέρματος ελήφθη μεταξύ 17 και 516 ημερών μετά από τη μόλυνση.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δειγμάτων πριν και μετά από την COVID-19 ήταν κατά μέσο όρο 238 ημέρες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν όλα τα δείγματα που ελήφθησαν έως και 100 ημέρες μετά από τη λοίμωξη και στη συνέχεια ανέλυσαν ένα υποσύνολο δειγμάτων που ελήφθησαν μετά από 100 και πλέον ημέρες.
Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μείωση στον όγκο και στη συγκέντρωση του σπέρματος, στον αριθμό των σπερματοζωαρίων, στη συνολική κινητικότητά τους, καθώς και στον αριθμό των ζωντανών σπερματοζωαρίων.
Η κινητικότητα και ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων επηρεάστηκαν περισσότερο.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, το 50% των ανδρών περίπου είχαν 57% χαμηλότερο συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων απ’ ότι πριν νοσήσουν.
Αν και οι ερευνητές περίμεναν ότι η δημιουργία νέου σπέρματος (για την οποία απαιτούνται 78 ημέρες) θα επανέφερε την ποιότητα και τη συγκέντρωση σπέρματος, αυτό δεν συνέβη. Γι’ αυτό απαιτούνται μεγαλύτερες και μακροπρόθεσμες μελέτες για να διαπιστωθεί αφενός εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της λοίμωξης μπορούν να έχουν μόνιμο χαρακτήρα και εάν αυτή επηρεάζει τη γονιμότητα και αφετέρου να βρεθεί ο μηχανισμός που ο SARS-CoV-2 επηρεάζει τους όρχεις και το σπέρμα.
«Η έρευνα υπογραμμίζει τη σημασία της μακροχρόνιας παρακολούθησης των ασθενών μετά από μια λοίμωξη COVID-19, ακόμη και αν πρόκειται για ήπια.
Και πέραν αυτής όμως οι άνδρες που διαπιστώνουν ότι οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί δεν ευοδώνονται μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να απευθύνονται στον ουρολόγο τους ώστε να διενεργηθούν εξετάσεις.
Με το σπερμοδιάγραμμα (ανάλυση σπέρματος) αξιολογείται η συγκέντρωση (αριθμός), η κινητικότητα και η μορφολογία (σχήμα) των σπερματοζωαρίων και από τα αποτελέσματα μπορεί να διαπιστωθούν τυχόν διαταραχές, στις οποίες περιλαμβάνονται η αζωοσπερμία, η ολιγοσπερμία, η ασθενοσπερμία και η τερατοσπερμία, καθεμία από τις οποίες μπορεί να ευθύνεται για την υπογονιμότητα του άνδρα.
Το εργαστήριο όπου γίνεται η ανάλυση, εξετάζει επίσης το σπέρμα και για λοιμώξεις.
Εάν είναι φυσιολογικό, τότε απαιτούνται πρόσθετες εξετάσεις, όπως αιματολογικές, υπερηχογράφημα όσχεου, διορθικό υπερηχογράφημα, ανάλυση ούρων μετά την εκσπερμάτιση, βιοψία όρχεων και άλλες πιο εξειδικευμένες.
Ανάλογα με την αιτία της υπογονιμότητας συστήνονται τρόποι και θεραπείες που μπορούν αυξήσουν τα ποσοστά γονιμότητας. Μεταξύ αυτών η λήψη αντιβίωσης εάν η υπογονιμότητα προκαλείται από κάποια λοίμωξη, η ορμονοθεραπεία, η αντιμετώπιση προβλημάτων σεξουαλικής επαφής (π.χ. στυτική δυσλειτουργία) και η χειρουργική επέμβαση.
Όταν το πρόβλημα οφείλεται σε προβλήματα χαμηλού αριθμού σπερματοζωαρίων ή χαμηλής κινητικότητας, η μέθοδος ICSI μπορεί να χαρίσει τον πολυπόθητο απόγονο», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.