Θυμάμαι, όταν ήμουν 55-60 ετών, είχα μία μεγάλη απορία.
Ηθελα νά μάθω πώς είναι ο Χριστός. Προσεύχομαι συνεχώς, αλλά ποτέ δέν τόν είδα μέ τά μάτια μου πώς είναι.
Είναι άραγε, άνθρωπος όμοιος μέ εμένα; Ετσι συχνά ερωτούσα τόν Χριστό μέ τόν λογισμό μου: «Πώς είσαι Χριστέ μου; Εχεις στόμα, χέρια μάτια, πόδια; Περπατάς όπως εμείς; Τώρα πού ευρίσκεσαι καί από πού έρχεσαι όταν σέ καλώ στήν προσευχή μου; Πώς είσαι εδώ καί συγχρόνως βρίσκεσαι καί στούς Ουρανούς;
Οπότε, μία νύκτα, πρίν κτυπήση η καμπάνα γιά τήν ακολουθία τού Μεσονυκτικού, τού Ορθρου καί τής θείας Λειτουργίας, άκουσα στήν πόρτα τού Κελλιού μου δύο-τρείς κτύπους. Σηκώθηκα, άνοιξα, καί τί βλέπω μπροστά μου; Ηταν ένας Αρχιερέας, νέος στήν ηλικία, μαυρογένειος, ντυμένος τά χρυσοποίκιλτα αρχιερατικά του άμφια.
Τό πρόσωπό του ήταν λουσμένο μέσα σ ένα υπερκόσμιο καί υπερφυσικό φώς. Οταν Τόν είδα, (τότε δέν είχα χάσει τό φώς τών οφθαλμών μου), θαμπώθηκα από τήν λάμψη του. Εκανα δύο τρία βήματα πρός τά πίσω φοβούμενος, καί ψιθύρισα τό «Κύριε ελέησον». Εκανα εναγωνίως τόν σταυρό μου καί τόν ερώτησα διστακτικά:
-Ποίος είσαι, Άνθρωπέ μου; Πώς ήλθες τέτοια ώρα στό κελλί μου; Δέν μοιάζεις γιά απλός άνθρωπος. Κάποιος Αγιος Δεσπότης θά είσαι. Ποιό είναι τό όνομά σου;
-Εγώ είμαι Εκείνος πού επιθυμούσες νά γνωρίσης. Θά σέ επισκεφθώ γιά δεύτερη καί τελευταία φορά στό τέλος τής ζωής σου γιά νά σέ πάρω κοντά μου.
Μετά απ αυτά τά λόγια εξαφανίσθηκε από κοντά μου. Κατάλαβα, ότι αυτός ήταν ο Δεσπότης Χριστός, τού οποίου τήν ανθρώπινη μορφή ήθελα νά γνωρίσω τόν τελευταίο καιρό. Μετά τήν αναχώρησί Του, η καρδιά μου γέμισε από μία απερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα. Τόν εδόξασα καί Τόν ευχαριστούσα γι αυτή τήν μεγάλη επίσκεψί Του σ εμένα τόν άθλιο καί άσωτο.
***
~ Κάποια άλλη φορά, ανοίγει η πόρτα τού Κελλιού μου. Δέν άκουσα απ έξω τό: «Δι ευχών τών Αγίων» γιά ν απαντήσω εγώ μέ τό «Αμήν», καί έτσι νά μπή ο επισκέπτης μέσα. Παραξενεύτηκα λοιπόν ποίος νά ήτο ο Επισκέπτης πού έμπαινε μέσα, χωρίς νά κτυπήση τήν πόρτα.
Ανοίγω τά μάτια μου, καί βλέπω νά μπαίνη μέσα η Κυρία Θεοτόκος, τής οποίας τό πρόσωπον έλαμπε σάν τόν ήλιο. Στάθηκε επάνω από τό κρεββάτι μου. Μού έκανε εντύπωσι πού στεκόταν στόν αέρα.
Δέν πατούσε πουθενά, καί μέ κύτταζε στά μάτια. Εγώ από τόν φόβον μου έτρεμα καί δέν τής είπα τίποτε. Εκείνη, εσταύρωσε τό μέρος όπου πονούσα, μέ ευλόγησε καί εξαφανίσθηκε από τό ταβάνι. Ναί, αλήθεια, σού λέγω παιδί μου, είδα ότι άνοιξε τό ταβάνι καί έφυγε.
Από το βιβλίο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ» Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ, 2005)