Γιατί «εξαφανίζονται» τα περίπτερα – Πόσα έχουν απομείνει σε όλη την Ελλάδα

Είναι σαν μικρά σούπερ-μάρκετ για κάθε ώρα και για κάθε προϊόν. Τις Κυριακές, σαν ιεροτελεστία, ο κόσμος μαζεύεται μπροστά τους για να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα και να πάρει την εφημερίδα του.

Ο λόγος για τα περίπτερα, τα οποία είναι κάπως σαν διαχρονικό… σήμα κατατεθέν της χώρας μας και έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητας κάθε Έλληνα.

Οι καιροί αλλάζουν, ωστόσο: Τα τελευταία χρόνια, αυτά τα μικρά κουβούκλια που αποτέλεσαν για δεκαετίες έναν θρίαμβο της μικροεπιχειρηματικότητας, έχουν αρχίσει και λιγοστεύουν.

Στις γωνίες των κεντρικών δρόμων όπου κάποτε έστεκαν τα περίπτερα στα οποία μπορούσε κανείς να αγοράσει ό,τι έβαζε η φαντασία του – από εφημερίδες και τσιγάρα, μέχρι παγωτά και παυσίπονα και έδιναν ζωή στις γειτονιές, δεν υπάρχει πια τίποτα. Κατά χιλιάδες, τα περίπτερα κλείνουν και ξηλώνονται. Έχει έρθει το τέλος του περιπτέρου;

“Όχι”, λέει στο Newmoney.gr ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων, Θεόδωρος Μάλλιος.

Τριαντατρία χρόνια στον κλάδο ο ίδιος, ξεκίνησε από το μικρό χωριό Βάλτος Αιτωλοακαρνανίας για να αποκτήσει “ένα τετραγωνικό μέτρο στο Σύνταγμα, το κέντρο του κόσμου για εμάς, αφού από εκεί θα περάσει όποιος βρεθεί στην Ελλάδα”, όπως το έλεγε πάντα το περίπτερό του, ο κ. Μάλλιος εξηγεί ότι τα περίπτερα είναι ατέλειωτες ιστορίες ζωής και προκοπής.

Λέει ότι, λόγω των καιρών -και μιας σειράς αλλαγών στη νομοθεσία που έφερε η δεκαετής κρίση στην Ελλάδα- τα περίπτερα μειώνονται

Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Ομοσπονδία, στην Ελλάδα τα περίπτερα μειώθηκαν από περισσότερα από 11.000 πριν από το 2010, σε λιγότερα από 5.000 σήμερα.

Ανεπίσημα στοιχεία, τα οποία δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ο κ. Μάλλιος, αναφέρουν ότι η καταμέτρηση του 2024 θα τα “βγάλει” περίπου στα 4.700, μειωμένα και σε σχέση με πέρυσι.

Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που “φαίνεται”, σε κάθε γωνιά της χώρας. Στον Δήμο Αθηναίων, -για την προαναφερόμενη περίοδο- τα περίπτερα μειώθηκαν από 1.200 σε περίπου 450, ενώ στη Θεσσαλονίκη καταγράφεται πολύ πιο ραγδαία μείωση: Από 3.000 που ήταν το 2010, σήμερα τα περίπτερα δεν ξεπερνούν τα 700.

Στην Πάτρα, έχουν απομείνει μόλις 117 περίπτερα, από 332 μια δεκαετία πριν. Στη Λάρισα, από τα 130 περίπτερα απέμειναν 65. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πώς έχει μετατραπεί αυτός ο θρίαμβος σε πανωλεθρία;

Κατά τον κ. Μάλλιο, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι δύσκολη. Όπως -πολύ- δύσκολη είναι και η δουλειά του περιπτερούχου. “Το περίπτερο έχει κόπο, άγχος, αγωνία. Ο περιπτεράς σχεδόν δεν ξέρει τι θα πει οικογένεια. Λογικό είναι η νέα γενιά να μη θέλει να ασχοληθεί με αυτά”.

Ο κλάδος, βέβαια, περνά και αυτός τη μεταβατική του φάση. Όπως στα 50s που ξεκίνησαν οι επαρχιώτες να μεταβαίνουν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας για να ανοίξουν ένα περίπτερο, έτσι στα 70s τον κλάδο “μονοπώλησαν” οι Ηπειρώτες και στα 00s οι Βορειοηπειρώτες και οι Αλβανοί οι οποίοι, όπως λέει ο κ. Μάλλιος, “ήρθαν με όρεξη για δουλειά”.

Την πρώτη αλλαγή έφερε η αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με τα περίπτερα. Σε αυτό, συντέλεσε το γεγονός ότι οι Τροϊκανοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον κλάδο και το πώς λειτουργούσε.

Για παράδειγμα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ένας καθαρά εμπορικός κλάδος υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Και έτσι, η αρμοδιότητα για τα περίπτερα πέρασε στο Υπουργείο Εσωτερικών και από εκεί, καθαρά στους Δήμους, οι οποίοι έχουν τη θεσμική -για την αδειοδότηση- και χωροταξική αρμοδιότητα πια. “Δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω μας”, όπως λέει ο κ. Μάλλιος.

Όπως εξηγεί, μετά το 2012 και την αλλαγή της αρμοδιότητας χορήγησης αδειών, οι παλιές άδειες περιπτέρων, οι οποίες αφορούσαν τους αναπήρους πολέμου και των σωμάτων ασφαλείας, παρέμειναν μέχρι να εξαντληθούν.

Σε ένα μεγάλο μέρος αυτών, δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση και τα περίπτερα πλέον δημοπρατούνται (το 70%) σε δημόσιο πλειστηριασμό -με διαδικασία παρόμοια των δημοτικών ακινήτων, αναψυκτηρίων κλπ- και το υπόλοιπο 30% δίνεται σε ΑΜΕΑ με αναπηρία άνω του 67% και πολυτέκνους με εισοδηματικό κριτήριο οι οποίοι μπαίνουν σε δημόσια κλήρωση.

Όμως και από αυτούς, εκατοντάδες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν του δικαιώματός τους, καθώς τα περίπτερα που πήραν ήταν άγονα -δηλαδή δεν ενδιαφερόταν κανείς να τα νοικιάσει, καθώς δεν είχαν “κίνηση” για να αποδίδουν κέρδη- και αναγκάζονταν να πληρώνουν το τέλος κουβουκλίου. “Για να έχουν μια άδεια περιπτέρου που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν, αναγκάζονται να πληρώνουν, οπότε αν βλέπουν ότι δεν υπάρχει μέλλον, την εγκαταλείπουν”, αναφέρει.

Κατά άλλους περιπτερούχους, η κρίση έφερε δραματική μείωση του τζίρου και τα lockdown της πανδημίας έφεραν τη χαριστική βολή. Το κλείσιμο της εστίασης είχε αρνητικότατη επίδραση στα περίπτερα αφού ο κόσμος σταμάτησε να ψωνίζει.

Έπειτα, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός από τις αλυσίδες μινι μάρκετ οι οποίες κερδίζουν διαρκώς μερίδια αγοράς. Προβλήματα, τα οποία προστέθηκαν στα υπάρχοντα, από την ανάγκη για περισσότερες ώρες δουλειάς ώστε να βγει ο τζίρος, μέχρι την εγκληματικότητα.

Σε αυτά, αναφέρουν, έρχεται ως η… τελική χαριστική βολή, η επιβολή χρήσης POS, καθώς, όπως εξηγούν περιπτερούχοι, μειώνει το περιθώριο κέρδους σε επίπεδο ζημίας για τα βασικά είδη που εμπορεύονται (τσιγάρα, εφημερίδες, κάρτες, ψιλικά) λόγω της υποχρεωτικής προμήθειας που επιβάλλουν οι τράπεζες για τη χρήση του POS επί του τζίρου και την αύξηση των φόρων τα προηγούμενα χρόνια.

Και ο τζίρος; Αυτός είναι σχετικός. Στην Αθήνα, εξηγούν ιδιοκτήτες περιπτέρων, ίσως να χρειαστεί “μάχη” ώστε να βγει τζίρος 1.400-1.500 ευρώ καθημερινά και να “βγουν” τα έξοδα, ενώ (ακόμα και σε μεγάλες) πόλεις της επαρχίας, υπάρχουν περίπτερα που δεν βγάζουν περισσότερα από 20-40 ευρώ τη μέρα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ζήτημα επιβίωσης.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι λογικό να συνεχίζεται η πτώση του κλάδου, καθώς πολλά περίπτερα παραμένουν ξενοίκιαστα αφού δεν βρίσκονται ενοικιαστές και οι Δήμοι τα “ξηλώνουν” για να μην αποτελέσουν εστίες μόλυνσης.

Τον κλάδο “κρατάνε”, εκτός από τους ιδιώτες περιπτερούχους και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση περιπτέρων, όπως η Smile Kiosk, η Magic Box, η Point24hrs Kiosk, η Street Point και η Kiosky’s.

Οι δύο τελευταίες, ωστόσο, σταδιακά αφήνουν τα περίπτερα τα οποία θεωρούν περισσότερο οικογενειακές επιχειρήσεις και μετακινούνται σταθερά στα μίνι μάρκετ.

Σβήνει λοιπόν ο κλάδος των περιπτέρων; “Όχι”, μας λέει ο κ. Μάλλιος. “Για 20-30 χρόνια τουλάχιστον, τα περίπτερα έχουν ζωή μπροστά τους ακόμα.

Μπορεί τότε να λέμε ότι είναι μόλις 2.500, όμως σίγουρα δεν θα έχουν εξαφανιστεί”. Άλλωστε, σε αυτό συντελεί και ο τουρισμός, καθώς για τους ξένους, αυτά τα μικρά κιόσκια όπου μπορείς να βρεις τα… πάντα, είναι ένα είδος αξιοθέατου στην Ελλάδα.

Πάντως, τα πιο δημοφιλή περίπτερα ήταν πάντα αυτά της Ομόνοιας και αυτά της πλατείας Συντάγματος -ή έξω από τον Εθνικό Κήπο, τα οποία πούλαγαν και τα τσολιαδάκια που έπαιρναν -και παίρνουν ακόμα- οι τουρίστες, εκστασιασμένοι από το θέαμα της αλλαγής φρουράς στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Όμως τα “σκήπτρα” της πιο παράξενης ιστορίας περιπτέρου έχει αυτό της Πανεπιστημίου, έξω από τη στοά Αρσάκη.

Αυτο το περίπτερο είχε και μια ιστορική σημασία, αφού άνοιξε το φθινόπωρο του 1911 και ήταν το πρώτο που “ξεφύτρωσε” στην Ελλάδα, κάνοντας τα περίπτερα “must” σε κάθε γωνία της χώρας. Λογικό ήταν λοιπόν, μιας και ήταν το πρώτο, να γίνει το πιο διάσημο και να μονοπωλήσει, έστω για μερικές δεκαετίες, το ενδιαφέρον του κόσμου.

Τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία ξεχάστηκε, όμως η μοίρα ήθελε το περίπτερο αυτό να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κοινού, ιδιαίτερα σε περιόδους που άλλαζε η ζωή των Αθηναίων.

Έτσι, ήταν Οκτώβριος του 1997, όταν ο μετροπόντικας έσκαβε κάτω από τα πόδια των Αθηναίων φτιάχνοντας το τεράστιο έργο του Μετρό της πρωτεύουσας, που το περίπτερο έγινε “πρώτη είδηση”. Στη διάρκεια των έργων, το έδαφος υποχώρησε και το περίπτερο κυριολεκτικά βυθίστηκε στη γη.

Το γεγονός καταγράφηκε τυχαία από κάμερα τηλεοπτικού συνεργείου που βρισκόταν στο σημείο, με τον περιπτερούχο να πηδά κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή έξω από αυτό. Μετά από ατέλειωτες συζητήσεις επί συζητήσεων, το συγκεκριμένο, ιστορικό περίπτερο, ξαναστήθηκε στο ίδιο σημείο.

Για το τέλος, κάτι σημαντικό της ιστορίας των περιπτέρων στην Ελλάδα: δύο ιστορίες περιπτερούχων που από τα μικρά κουβούκλια δημιούργησαν ολόκληρες αυτοκρατορίες του εμπορίου.

Η μία είναι του Γιάννη Γεωργακά, ιδρυτή του Μινιόν και η άλλη των αδελφών Χόντου, ιδρυτών της αλυσίδας Hondos Center. Και τα δύο success stories αυτά, έχουν κοινή αφετηρία: Ένα περίπτερο σε κεντρικό σημείο της Αθήνας…

Η ιστορία του Μινιόν ξεκίνησε το 1934 όταν ο Γιάννης Γεωργακάς με τον ‘Αγγελο Σεραφειμίδη άνοιξαν το περίπτερο με το όνομα «Μινιόν» -λόγω του μεγέθους του- στην οδό Σταδίου. Λίγο αργότερα, το μετέφεραν στην Αιόλου, στον αριθμό 104.

Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Γεωργακά και το ανήσυχο πνεύμα του φάνηκε από νωρίς, όταν αποφάσισε να καινοτομήσει, κάνοντας το Μινιόν να είναι το πρώτο περίπτερο στη χώρα που έκλεισε τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του.

Είχε τη φαεινή ιδέα να τις μετατρέψει σε βιτρίνες, στις οποίες εκθέτει διάφορα είδη καθημερινής χρήσης: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, οδοντόκρεμες, ψαλίδια, τσατσάρες, καλαπόδια, ξεσκονιστήρια, κάλτσες, αναπτήρες, κολώνιες κ.α. Η ιστορία, από εκεί και μετά, είναι γνωστή. Το Μινιόν έγινε το πρώτο μεγάλο πολυκατάστημα της Ελλάδας και γράφτηκε στην ιστορία…

Οι ιδρυτές της αλυσίδας Hondos Center, Αργύρης, Γιάννης, Νίκος, Κώστας και Γιώργος Χόντος, ξεκίνησαν ως πλασιε σαπουνιών και καλλυντικών και, στα 60s ανέλαβαν τη λειτουργία ενός περιπτέρου επί της οδού Ομήρου.

Από εκεί, τα πέντε αδέρφια που είχαν κλίση στο εμπόριο, πήραν τις απαραίτητες εμπειρίες, εδραίωσαν τις συνεργασίες με προμηθευτές, διεύρυναν το πελατολόγιό τους.

Και κάπως έτσι κατάφεραν να αντρωθούν επιχειρηματικά και να ιδρύσουν, με τις οικονομίες τους από το περίπτερο, το πρώτο τους κατάστημα. Το οποίο ήταν η αρχή της αυτοκρατορίας που θα έχτιζαν και βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το περίπτερο της Ομήρου…

Πηγή


Δημοσιεύτηκε

σε

από