Με έναν καθηλωτικό μονόλογο στη «Famagusta», όπου υποδύεται τη γυναίκα-σύμβολο της Κύπρου Χαρίτα Μάντολες, η σπουδαία ηθοποιός μάς ξαναθύμισε, πενήντα χρόνια μετά, τις μαύρες σελίδες της τουρκικής εισβολής στο νησί.
«Είμαι 27 χρονών, είμαι ακριβώς όσο ήμoυν εκείνη την ημέρα. Από τότε σταμάτησα να μεγαλώνω γιατί περιμένω τη στιγμή που θα γυρίσω πάλι πίσω στο σπίτι μου ελεύθερη. Άμα γυρίσω πάλι πίσω στο σπίτι μου, θα αρχίσω να ζω και να μεγαλώνω πάλι…»
Σαράντα έξι δευτερόλεπτα διαρκεί η εξομολόγηση της Δέσποινας Μπεμπεδέλη που υποδύεται με καθηλωτικό τρόπο στη σειρά του MEGA «Famagusta» τη Χαρίτα Μάντολες, τη γυναίκα-σύμβολο της Κύπρου που έδωσε ακατάβλητα έναν αγώνα ζωής για τα θύματα της θηριωδίας του Αττίλα ΙΙ, προκειμένου να μάθει την αλήθεια για τον θάνατό τους και να βρει τα λείψανα των νεκρών της. Το κατάφερε δεκαετίες αργότερα, όταν το 2004 άνοιξαν τα οδοφράγματα και υπέδειξε το σημείο όπου τους σκότωσαν, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τις έρευνες.
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η «κυρά του θεάτρου της Κύπρου», όπως την αποκαλούν, ακαταπόνητη πάντα, ψυχή του Σατιρικού Θεάτρου που φέτος συμπληρώνει 40 χρόνια, έκανε ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις της στο θέατρο και τη δραματική σχολή για να υποδυθεί αυτή την ηρωίδα. «Τα τελευταία χρόνια έχω αποσυρθεί από την τηλεόραση, δεν μπορώ τα πολύωρα γυρίσματα», λέει, «αλλά επειδή μου πρότειναν τα παιδιά, ο Αντρέας Γεωργίου και ο Κούλλης Νικολάου, τον ρόλο αυτού του υπαρκτού, σπουδαίου προσώπου, που υπέστη αυτήν τη μεγάλη τραγωδία, δέχτηκα».
Έχει πίσω της μια καριέρα σφραγισμένη με μεγάλες ερμηνείες σε σπουδαία έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου όπως η Εκάβη, το Μάνα Κουράγιο και το Μια αιωνιότητα και μια μέρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου έπαιξε τη μητέρα του Αλέξανδρου. Η τελευταία της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα ήταν το 2022 στο πλαίσιο της Εβδομάδας Κυπριακού Θεάτρου. Υποδύθηκε την Μπρουνχίλντε Πόμσελ, τη γραμματέα του Γιόζεφ Γκέμπελς, στο έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον, Μια ζωή γερμανική.
«Ακόμα ζουν οι άνθρωποι στα προσφυγικά, η Χαρίτα Μάντολες ζει σε ένα σπίτι προσφυγικό, σε σπίτι πρόσφυγα κάναμε το γύρισμα, σε ένα από τα συγκροτήματα που είναι σπαρμένα στην ελεύθερη Κύπρο. Και όσοι απέμειναν εκεί, γέροντες πια, κάθονται στους φυτεμένους κήπους τους και μιλάνε μόνο για την πατρίδα που χάσανε, αναμένοντας την ημέρα που θα γυρίσουν πίσω. Και εύχονται να προλάβουν να τη ζήσουν».
Η Χαρίτα Μάντολες είναι το δεύτερο υπαρκτό πρόσωπο που υποδύεται σε μια καριέρα που μετράει δεκαετίες. Το πρώτο ήταν η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, πρόσφυγας πρώτης γενιάς, η οποία διακρίθηκε για την προσπάθεια διάσωσης και διατήρησης του πολιτισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
«Μελέτησα τότε την ιστορία της μέσα από αφηγήσεις των απογόνων της και ντοκουμέντα. Το υπαρκτό πρόσωπο έχεις την ευκαιρία να το “συναντήσεις”, να έχεις μια εικόνα ζωντανή του χαρακτήρα, των συμπεριφορών του, πέρα από τα εξωτερικά σουσούμια. Αυτό συνέβη και με τη Χαρίτα Μάντολες. Την ήξερα, ήταν πρόσωπο μυθικό στην Κύπρο, την είχα δει σε πολλές εμφανίσεις της, σε παρεμβάσεις της, ήξερα τους αγώνες της. Όταν μου προτάθηκε ο ρόλος, επικοινώνησα μαζί της, συναντηθήκαμε, μιλήσαμε πολύ και φιλέψαμε. Την είχα για ώρες μπροστά μου, έβλεπα τον τρόπο που εκφραζόταν, όλα τα χαρακτηριστικά της, τη μελέτησα σε βάθος, προσπάθησα να ανακαλύψω, να αισθανθώ τον έσω κόσμο της. Αυτό ήταν μια σπουδή για μένα», λέει.
Η παρουσία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στη σειρά γίνεται με έναν μονόλογο, «έναν τεράστιο μονόλογο», όπως λέει, «που καλύπτει τέσσερις μέρες από την περιπέτεια εκείνων των ημερών, απ’ όταν άφησε η Χαρίτα το σπίτι της μέχρι τη στιγμή που ένας Τούρκος στρατιώτης τη βοήθησε να φύγει μαζί με άλλες γυναίκες από την αγροτική περιοχή όπου τους είχαν οδηγήσει, ενώ οι άντρες είχαν σκοτωθεί όλοι, και μέχρι να τους βρουν οι άντρες της εθνικής φρουράς. Αυτές τις πυκνογραμμένες σελίδες ο σκηνοθέτης αποφάσισε να τις αποδώσει όπως θα δείτε στη σειρά. Εγώ τον είπα όλο μαζί τον μονόλογο, σαν να ήμουν στο θέατρο, και, ευτυχώς, ο μηχανισμός της μνήμης μου είναι ακόμα ενεργός» εξηγεί. «Αυτή είναι η δουλειά μου, να θυμάμαι, να μεταφέρω και να αισθάνομαι λόγια».
Μιλήσαμε τηλεφωνικά μία μέρα μετά την προβολή της σειράς. Σε αυτό το μικρό διάστημα δεχόταν ακατάπαυστα μηνύματα αγάπης και θαυμασμού. Πλέον η Δέσποινα Μπεμπεδέλη έχει καταλάβει πόσο η «Famagusta» έφερε ξανά σε πρώτο πλάνο την υπόθεση της Κύπρου, μας κινητοποίησε συναισθηματικά και πνευματικά. Μέσα από μια απλή αφήγηση και ένα τεράστιο υποβλητικό πλάνο ζωντανεύουν όσα συνέβησαν πριν από πενήντα χρόνια. Φανερώνεται έτσι και η δύναμη του μέσου που μας δείχνει ότι τελικά δεν ξεχνάμε εύκολα, ότι οι ειπωμένες όσο και οι ανείπωτες ιστορίες από αυτές τις σελίδες της Ιστορίας αξίζει να ακουστούν ξανά.
«Αλίμονο», λέει η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, «δεν συμφωνείς ότι γενικά και η τηλεόραση και το θέατρο είναι πολλές φορές πιο δραστικά από οποιαδήποτε πολιτική ή διπλωματική δράση; Το Κυπριακό στα χαρτιά και τις επαφές των πολιτικών υπάρχει ως θέμα, αλλά δεν προχωράει, και η καθημερινότητα κάνει τον κόσμο να αδρανεί ή να ξεχνά με κάποιον τρόπο. Έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Παλικαράκια εκείνης της εποχής έχουν φύγει από τη ζωή ή είναι γέροντες, οι μανάδες αυτών των παλικαριών των σκοτωμένων, των αγνοούμενων, έχουν πεθάνει, τα παιδιά που έμειναν τότε ορφανά είναι μεγάλοι άνθρωποι, τους βλέπεις στα μνημόσυνα».
Η αφήγηση της Χαρίτας Μάντολες που ακούγεται στη σειρά δεν απέχει πολύ από το βίωμα της ίδιας την ημέρα της εισβολής. Με δυο μωρά στην αγκαλιά έφυγε από το σπίτι της, μαζεύοντας μπιμπερό και είδη πρώτης ανάγκης, ενώ τα αεροπλάνα βούιζαν εκκωφαντικά πάνω από τα κεφάλια τους. «Χωρίζουν την Κύπρο στα δύο», είπε ο άντρας της Στέλιος Καυκαρίδης, που αμέσως μετά επιστρατεύτηκε. «Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι εγώ ήμουν από τις τυχερές εκείνες γυναίκες που δεν έχασαν ανθρώπους ούτε τον γενέθλιο τόπο τους, την Κερύνεια ή την Αμμόχωστο, δεν προσφυγοποιήθηκαν, η αγωνία να έχεις τον άντρα σου στον πόλεμο, να μην ξέρεις αν θα γυρίσει πίσω, αν ζει ή σκοτώθηκε, η αναμονή του γυρισμού μαζί με δυο μωρά ήταν απερίγραπτη. Άλλη τόση βέβαια είναι και η χαρά και το ευχαριστώ στο σύμπαν όταν βλέπεις τον άνθρωπό σου επιστρέφει. Το δράμα και η τραγωδία είναι γι’ αυτούς που δεν γύρισαν».
Η Χαρίτα Μάντολες με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην επίσημη πρεμιέρα της σειράς. Φωτ.: via instagram
Μετά τον πόλεμο, όταν μοιράστηκε η Κύπρος, η μισή άδειασε από άντρες. Σύζυγοι, γιοι, αδελφοί ξενιτευτήκαν για χρόνια, πήγαν να δουλέψουν αλλού, για να βγάλουν λίγα χρήματα και γυρίζοντας να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Ζούσαν στα τσαντίρια σαν πρόσφυγες, σε αυτή την πρωτόγονη κατάσταση για χρόνια, μέχρι να χτιστούν τα προσφυγικά. «Γκρεμίστηκε η ζωή τους όλη και ξαναχτίστηκε, και όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες», λέει η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. «Ακόμα ζουν οι άνθρωποι στα προσφυγικά, η Χαρίτα Μάντολες ζει σε ένα σπίτι προσφυγικό, σε σπίτι πρόσφυγα κάναμε το γύρισμα, σε ένα από τα συγκροτήματα που είναι σπαρμένα στην ελεύθερη Κύπρο. Και όσοι απέμειναν εκεί, γέροντες πια, κάθονται στους φυτεμένους κήπους τους και μιλάνε μόνο για την πατρίδα που χάσανε, αναμένοντας την ημέρα που θα γυρίσουν πίσω. Και εύχονται να προλάβουν να τη ζήσουν».
Ο τίτλος της σειράς, «Famagusta», η μεσαιωνική ονομασία της Αμμοχώστου, που πλέον είναι μια πόλη-φάντασμα, ξύνει μία ακόμα πληγή. «Είναι αβάσταχτη αυτή η εικόνα», λέει η Δέσποινα Μπεμπεδέλη που θυμάται την Αμμόχωστο ως μια πόλη-κούκλα, κοσμοπολίτικη, πλούσια, ένα κέντρο διερχομένων και προσωπικοτήτων. «Και ξαφνικά είναι αυτό! Δεν μπορείς να δεχτείς αυτό που συνέβη, όταν θυμάσαι πώς ήταν, όταν βλέπεις αυτήν τη σύγχρονη Πομπηία μπροστά σου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ πώς αντέχει ο Βαρωσιώτης να το βλέπει αυτό, πώς έχει το σθένος να πηγαίνει να περιδιαβαίνει εκεί».
Πλέον η Δέσποινα Μπεμπεδέλη έχει καταλάβει πόσο η «Famagusta» έφερε ξανά σε πρώτο πλάνο την υπόθεση της Κύπρου, μας κινητοποίησε συναισθηματικά και πνευματικά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO
Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότεροι, ιδίως οι νεότεροι, πιστεύουν ότι η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είναι Κύπρια. Την αποκαλώ «ερωτική μετανάστρια» και γελάει. Ήταν 25 χρονών, ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης, όταν γνώρισε τον Στέλιο Καυκαρίδη, συνάδελφο στο ίδιο θέατρο, και αποφάσισαν να παντρευτούν. Τον ακολούθησε όταν εκείνος, το 1969, θέλησε να επιστρέψει στην Κύπρο και να κάνει θέατρο στον τόπο του. Ένα από τα πρώτα μεγάλα βήματα που έκαναν ήταν η ίδρυση του ΡΙΚ που μέχρι σήμερα παραμένει σημείο αναφοράς για τη θεατρική ιστορία της Κύπρου.
«Έχω και την κυπριακή υπηκοότητα», μου λέει. «Ανέκαθεν δήλωνα ότι έχω δύο πατρίδες, έναν γενέθλιο τόπο, την Ελλάδα, και μια πατρίδα, την Κύπρο. Τη ζωή μου στην Κύπρο την οικοδόμησα, και τη σταδιοδρομία και την οικογενειακή μου ζωή. Είμαι Κυπρία. Έμαθα και τη διάλεκτο, είμαι από τις Ελαδίτισσες εδώ η μόνη ίσως που μιλάει και κυπριακά. Eίναι παιδί γονιών με προσφυγική καταγωγή, γεννημένη το 1941, μέσα στον πόλεμο, και έζησε άλλον έναν πόλεμο στην Κύπρο. Αναρωτιέμαι πόσο διαμορφώνουν οι ιστορικές συνθήκες τον χαρακτήρα ενός προσώπου, πόσο αλλάζουν όλη τη ζωή του.
«Το να βιώσεις πόλεμο», απαντά, «ακόμα και αν δεν έχεις υποστεί τις αγιάτρευτες συνέπειες, αυτές που υφίστανται ακόμα και σήμερα άνθρωποι που χάσανε άντρες και ψάχνουν ακόμα και περιμένουν να γίνει η ταυτοποίηση των οστών, να πάρουν τα κοκαλάκια των ανθρώπων τους, τα απομεινάρια, κάτι που δεν αντέχεται, δεν μπορεί παρά να διαμορφώσει, προϊόντος του χρόνου, και τον χαρακτήρα σου. Βλέπεις με άλλο βλέμμα τη ζωή. Όταν όλα σού έρχονται ρόδινα κι εύκολα δεν βαθαίνει η ψυχή σου, μένει ελαφριά και στην επιφάνεια. Όταν βλέπεις και βιώνεις τέτοιες καταστάσεις, ο χαρακτήρας γίνεται αλλιώτικος. Τα νέα παιδιά, τα αγέννητα στον πόλεμο, δεν μπορούν να νιώσουν τι πέρασε η πατρίδα τους. Μόνο αν τους το διδάξουν στο σχολείο θα μάθουν τι συνέβη στην εισβολή, και πιο πριν στο πραξικόπημα. Αυτά, όμως, δεν γράφονται στα σχολικά βιβλία».
«Famagusta»: Η σειρά προβάλλεται κάθε Κυριακή στις 21:00 στο Mega.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Πηγή: Lifo.gr