Site icon Είμαστε Str8 τι να κάνουμε!

Ελένη Ράντου: «Η μητέρα μου, που έχει άνοια, με αναγνωρίζει πιο πολύ στο “Κωνσταντίνου και Ελένης”»

Η απόφαση να κάνουμε τη συνέντευξη με την Ελένη Ράντου έξω από το θέατρο Διάνα, δίπλα, σε ένα καφέ, αποδείχτηκε τελικά καλή ιδέα. Μπορεί να διακόψαμε τέσσερις, πέντε φορές, αλλά είναι καλό να παρατηρείς τον κόσμο στον δρόμο, πώς συμπεριφέρεται σε έναν ηθοποιό και πάνω κάτω συνέβη αυτό που υποψιαζόμουν.

Πέρα από το ότι είναι μια κατηγορία από μόνη της, είναι ένα πρόσωπο πολύ οικείο και ο κόσμος ευγενικά σταματούσε και εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του. Αντιθέτως με όσα φανταζόμουν, δεν ρωτούσαν σε ποια σειρά θα παίξει αλλά σε ποιο θέατρο θα είναι φέτος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι γεμίζει το θέατρο Διάνα εδώ και χρόνια και έχει ένα πιστό, δικό της κοινό, για το οποίο μιλά και εκείνη με μεγάλο σεβασμό σαν να τους γνωρίζει έναν προς έναν.

Μετά από δυο χρόνια θεατρικής απραξίας, προβληματίστηκε πολύ για το τι θα κάνει, φλέρταρε και με κάποιες σειρές, φλέρταρε με το θέατρο, με το αν θα εγκαταλείψει το θέατρο, φλέρταρε με όλες τις σκέψεις και τελικά αποφάσισε να κάνει το «Πάρτι της ζωής μου» και μαζί με αυτό ένα αλλιώτικο βήμα, ανεβάζοντας έναν μονόλογο και καταλήγοντας σε μια απρόβλεπτη συνεργασία με τον Ανέστη Αζά, με τον οποίο τους «ένωσε» η «Δημοκρατία του Μπακλαβά», η τελευταία δημιουργία του σκηνοθέτη, με τον οποίο αισθάνεται βαθιά συγγένεια.

— Αυτά τα δυο χρόνια που πέρασαν ήταν πολύ δύσκολα;
Πολύ δύσκολα, είχα γυρίσματα για την τηλεόραση, αλλά ήταν η συνθήκη δύσκολη, δυσκίνητη και δεν ένιωσα καλά, γιατί όταν κάνεις μια δουλειά ελευθερώνεσαι, ενώ εμείς ήμασταν σε ένα στούντιο στο -4. Είμαι και κλειστοφοβική και, αντί να ελευθερωθώ, πνίγηκα, πέρασα αυτό το διάστημα με πολλή εσωστρέφεια και δυσκολία και βούλιαξα σε φόβους και μαύρες σκέψεις.

Δεν το έχω γεμίσει με την κωμωδία το θέατρο. Άλλη δουλειά η μία, άλλη η άλλη, και αυτό το κατάλαβα με τα χρόνια, ότι δεν θα σου φέρει κόσμο η τηλεόραση, τίποτα δεν θα σου φέρει, και αν το κάνει, θα είναι για μια στιγμή. Αν δεν αποκτήσεις στίγμα θεατρικό, δεν θα έρθει ο κόσμος επειδή παίζεται ακόμα το «Κωνσταντίνου και Ελένης».

— Εσύ πώς βγαίνεις από αυτό το σκοτάδι;
Κουράστηκα, το νιώθω το σώμα μου να βουλιάζει. Ο τρόπος που βγαίνω από βουλιάγματα και σκοτάδια είναι γιατί κουράζομαι, κουράζεται τόσο πολύ το σώμα μου από την πολλή τοξίνη και κάνω ένα ηρωικό «μπραφ». Και όταν συνέβη, έψαξα τι αληθινά θέλω να κάνω, η ψυχή μου ζήτησε θέατρο, τουλάχιστον με τον τρόπο που το κάνω εγώ. Δεν έχω παραγωγό, δεν έχω κάποιον να μου βάλει όρους.

— Ζορίζει αυτή η ανεξαρτησία;
Είναι μια ανεξαρτησία σχετική, γιατί γίνεσαι δούλος του εαυτού σου, αλλά μέσα στο πλαίσιο που είχα να επιλέξω, να κάνω μια σειρά ή θέατρο, η ψυχή μου διάλεξε το πιο ελεύθερο σαν είδος.

— Έχεις ένα κοινό που γεμίζει το θεάτρό σου εδώ και πολλά χρόνια, έρχεται και επειδή σε βλέπει στην τηλεόραση;
Δεν το έχω γεμίσει με την κωμωδία το θέατρο. Άλλη δουλειά η μία, άλλη η άλλη, και αυτό το κατάλαβα με τα χρόνια, ότι δεν θα σου φέρει κόσμο η τηλεόραση, τίποτα δεν θα σου φέρει, και αν το κάνει, θα είναι για μια στιγμή.  Αν δεν αποκτήσεις στίγμα θεατρικό, δεν θα έρθει ο κόσμος επειδή παίζεται ακόμα το «Κωνσταντίνου και Ελένης».

— Πώς είναι να βλέπεις μετά από τόσα χρόνια αυτήν τη σειρά και τον εαυτό σου;
Εμένα με συγκινεί γιατί η μητέρα μου, που έχει άνοια, εκεί με γνωρίζει πιο πολύ. Στην αρχή ντρεπόμουν να το βλέπω συνέχεια. Ξέρεις, είχαν μια ελευθερία τα πράγματα και έναν ερασιτεχνισμό και σήμερα μπορείς να δεις χωρίς ενοχές την πρόθεση της δουλειάς, όχι το αποτέλεσμα. Και μέσα στον χρόνο θα δεις ότι οι άνθρωποι που έχουν επιβιώσει είχαν πρόθεση σωστή, όχι απαραίτητα αποτέλεσμα. Μπορεί να κάνεις μια εξαιρετική δουλειά αλλά σε βάθος χρόνου να σε προδώσει η πρόθεσή της, οι δουλειές που καβάλησαν τον χρόνο είχαν μέσα ένα «γουστάρω».

Δεν το ξέραμε το είδος και αυτή η άγνοια κινδύνου έβγαζε κάτι αγνό και ψάχναμε να το κάνουμε φτηνά, υπήρχε μια αναζήτηση, κάτι ωραίο που προσπαθώ να διαφυλάξω και σήμερα. Όταν πάω να γίνω πολύ επαγγελματίας, σταματάω για ένα διάστημα, μέχρι να ξαναβρώ το κουράγιο να συνεχίσω να είμαι ερασιτέχνης. Με το κάθε μέρα μειώνεται η επιθυμία, δεν θέλω να γίνει ρουτίνα αλλά να με εκπλήσσει.

Η κλάψα δεν μου αρέσει καθόλου, ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να σε πάρει σοβαρά το συνάφι, επειδή είσαι γυναίκα, επειδή κάνεις παραγωγή, επειδή θεωρούν ότι πολύ εύκολα μπορούν να σε χειριστούν, να σε πατρονάρουν, να στο παίξουν σωτήρες, να σε εκβιάσουν. Το αληθινά πιο δύσκολο ήταν να καταλάβω πως όλα αυτά ήταν φούσκες. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Και στο θέατρό σου το αναζητάς αυτό;
Στο θέατρο έλεγα πάντα «αυτά δεν γίνονται» και το έκανα, το απίθανο, το αδύνατο. Έλεγα στον εαυτό μου «κάνε κάτι που δεν γίνεται».

— Έτσι σκέφτηκες και για το έργο που κάνεις φέτος; Τι είναι;
Μια ανάγκη είναι, μεγάλο στοίχημα και σωματικό, ένας μονόλογος που προέκυψε από αυτήν τη συνθήκη. Όταν το έγραφα ένιωθα ότι φτύνω κουκούτσι από κεράσι, πρώτη φορά δούλεψα χωρίς σκαλέτα, χωρίς να με ενδιαφέρει πού θα πάει η ιστορία, πήγαινε μόνο του.

Είναι η σχέση μιας κόρης με τη μάνα της και οι ιστορίες όλου του οικογενειακού δέντρου. Μέσα από αυτήν τη σχέση περνάει και όλη η εποχή της Μεταπολίτευσης, ξεκινάει το 1974 και φτάνει μέχρι σήμερα. Είναι ιστορίες κοινές σε όλους μας, ωστόσο προσωπικές, είναι τα γεγονότα και εμείς μέσα από ένα κείμενο γραμμένο ελεύθερα.

Κάθε πρόβα είναι μια μικρή γέννα, με τον Ανέστη δίνουμε σημασία στον τρόπο που τη λέμε αυτή την ιστορία, στους χίλιους τρόπους με τους οποίους γεννάς το κείμενο κάθε μέρα για να είσαι ζωντανός στη σκηνή. Αν πίσω από την προσωπική ιστορία που βλέπεις από μια κλειδαρότρυπα ο θεατής αναγνωρίσει ένα κομμάτι Ελλάδας, θα είναι επιτυχημένο έργο. Γράφτηκε μέσα στην πανδημία, μέσα στο ταξίδι που κάναμε όλοι για να κάνουμε μια αξιολόγηση, μια τακτοποίηση.

— Και το συμπέρασμα από αυτό το ταξίδι;
Ότι οι δαίμονές σου και αυτοί που έχεις φτιάξει «εχθρούς» σου, αυτά που θεωρούσες ότι είναι απέναντί σου, είναι βαθιά μέσα σου και ας μη το γνωρίζεις. Ό,τι σε πλήγωσε, όσους συμμάχους και αντιπάλους έκανες είναι κομμάτια του εαυτού σου.

— Τα οποία προσπαθείς να αλλάξεις όσο μεγαλώνεις;
Προσπαθείς να συμφιλιωθείς, δεν τα αλλάζεις, δεν αλλάζουμε. Μέσα σε αυτό το ταξίδι κατάλαβα ότι δεν μπορείς να κατηγορείς κανέναν, είσαι συμμέτοχος σε ό,τι συνέβη. Αυτήν τη φάση παλεύω, να κατανοήσω τον άλλο που με πλήγωσε ή με διαμόρφωσε.

— Ελένη, είσαι μια κατηγορία από μόνη σου, έχεις ένα θέατρο, κάνεις ό,τι δουλειά σου αρέσει, σχεδόν αυθόρμητα, τι σε οδηγεί;
Κάτι συμβαίνει μέσα μου, το μέσα μου με οδηγεί σε μονοπάτια που δεν τα ξέρω και απλώς το ακούω και πάω εκεί που με πάει.

— Οι άλλοι βλέπουν έναν άνθρωπο εξωστρεφή, χαμογελαστό, είναι έτσι;
Βουλιάζει αυτό το πρόσωπο πολλές φορές στη σκοτεινιά. Την παρακολουθώ ως παρατηρητής όταν συμβαίνει και είμαι περίεργη να δω ως πού θα φτάσει αυτό. Γίνομαι λίγο και σαν πείραμα του εαυτού μου, σαν να ρίχνω μια ιατρική ματιά.

— Αυτό το κάνεις και με τους άλλους γύρω σου;
Ναι, με βοηθάει πολύ να τους καταλάβω.

— Στο ένστικτό σου πιστεύεις, σε οδηγεί;
Με τα χρόνια δεν ξέρω αν είναι ένστικτο, είναι ένας συνδυασμός, κάτι που απλώς γίνεται πάρα πολύ γρήγορα στο μυαλό, σχεδόν αντανακλαστικά. Είναι γρήγοροι συνειρμοί με μια λογική από πίσω, δεν είναι ένστικτο, είναι μια άμεση αντίληψη.

— Στη δουλειά τι δυσκολίες αντιμετώπισες;
Η κλάψα δεν μου αρέσει καθόλου, ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να σε πάρει σοβαρά το συνάφι, επειδή είσαι γυναίκα, επειδή κάνεις παραγωγή, επειδή θεωρούν ότι πολύ εύκολα μπορούν να σε χειριστούν, να σε πατρονάρουν, να στο παίξουν σωτήρες, να σε εκβιάσουν. Το αληθινά πιο δύσκολο ήταν να καταλάβω πως όλα αυτά ήταν φούσκες.

Η κωμωδία ήταν πολύ αλλιώτικη εκείνη την εποχή, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί της, βαριόμουν, μου φαινόταν ότι δεν την έχουν πάρει στα σοβαρά. Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάω το ρολόι μου πάνω στη σκηνή, να δω τι ώρα θα τελειώσει η παράσταση. Είπα, δεν μπορεί να είναι αυτό, ούτε να το κάνω για πολύ διάστημα, πρέπει να κάνω μια δουλειά που να με αφορά. Και κάναμε Τσέχοφ, ιδωμένο αλλιώς, τη «Βότκα μολότοφ».

— Ήσουν πολύ τολμηρή, είναι θέμα χαρακτήρα;
Είναι ο μόνος τομέας που είμαι τολμηρή στη ζωή μου, σε όλα τα άλλα είμαι φοβική, στις σχέσεις μου, φοβάμαι μη δεν με αγαπήσουν. Δεν ξέρω τι γίνεται σε αυτόν το χώρο και κάνω μόνο υπερβάσεις. Σαν να ήξερα μέσα μου ότι είχα περισσότερες δυνατότητες από αυτές που έβλεπαν οι γύρω και κάθε φορά έβαζα ένα στοίχημα, σαν να καλούσα τους άλλους να δουν και μια άλλη πλευρά.

— Όταν έκανες δική σου δουλειά, πώς σε αντιμετώπιζαν;
Καταρχάς με κατακλέψανε. Αλλά είχα την τύχη να βρεθώ με τον Γιάννη Κακλέα, και με τις πλάτες του γλίτωσα πολλούς κινδύνους. Με επέβαλε με έναν τρόπο, περισσότερο από όσο θα τα κατάφερνα μόνη μου να επιβληθώ στο συνάφι μας, γι’ αυτό και δουλέψαμε μαζί πάρα πολλά χρόνια. Υπήρχαν ακραία προσβλητικές συμπεριφορές που ο Γιάννης δεν επέτρεπε και του το χρωστάω.

— Έπαιζε ρόλο η ηλικία σου, εκτός από το ότι ήσουν γυναίκα;
Για να σε σεβαστεί κάποιος τότε, έπρεπε να γίνεις 60 χρονών, σεβόμασταν αυτούς που είχαν τελειώσει, δεν είχαν κάτι άλλο να προσφέρουν. Εμείς θέλαμε να τελειώσει αυτή η ιστορία. Ο Κακλέας είχε ένα πνεύμα πιο αναρχικό και με τη δική του ώθηση πήρα πολλά μαθήματα για το πώς επιβάλλεσαι όχι με τρόπο επιθετικό.

— Πες μου για τη σχέση σου με το κοινό.
Δεν κάνω τίποτα για αυτήν τη σχέση, το κοινό καταλαβαίνει, ο περαστικός που σταματάει εδώ καταλαβαίνει, δεν χρειάζεται καμία μάσκα.

— Όταν έρχονται να σε δουν, περιμένουν μια κωμική ηθοποιό;
Δεν είμαι φύσει κωμική ηθοποιός, νιώθω καλά τον ρυθμό της κωμωδίας, αλλά δεν είμαι μίμος. Ο κωμικός είναι συνήθως μίμος, εγώ, αν δεν τα γεννήσω και δεν είναι δικά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν μπορώ να μιμηθώ ούτε τους παλιότερους κωμικούς, ούτε επιθεωρησιακά να μιμηθώ, και αυτό είναι ένα μείον μου στη κωμωδία. Οπότε προσανατολίστηκα στην κωμωδία κατάστασης.

— Τι αγαπάς ακριβώς στην κωμωδία;
Την αγαπώ πολύ βαθιά γιατί τη θεωρώ και τεράστιο εργαλείο στα χέρια ενός ηθοποιού. Η καλή κωμωδία έχει κάτι το απρόβλεπτο, πιάνει πάντα τον θεατή εξ απροόπτου. Αυτό που με τρελαίνει είναι ότι λειτουργεί λίγο πιο πριν από το μυαλό του θεατή, κάνει αυτό το εξαιρετικό διανοητικό παιχνίδι. Πολλοί πιστεύουν ότι μας ενδιαφέρει το γέλιο, ότι δεσμευόμαστε με το γρήγορο αποτέλεσμα του γέλιου. Εγώ χέστηκα για το γέλιο, εγώ λατρεύω να προλάβω τη σκέψη του θεατή πριν την κάνει.

— Οπότε αυτός είναι και ο λόγος που τη διαλέγεις ή διαλέγεις να υπάρχει και αυτό το στοιχείο στα έργα που ανεβάζεις;
Εμένα δεν μου αρέσει να την κλαίμε τη ζωή. Μου αρέσει να τη σαρκάζουμε, μου αρέσει να της βγάζουμε γλώσσα και να τη γλεντάμε, οπότε ακόμα και η επιλογή των έργων έχει μια ματιά απέναντι στη ζωή που έχει λεβεντιά. Μου αρέσουν οι διαφυγές και έχω μετακινηθεί από αυτή την εικόνα του κωμικού τη στερεοτυπική, την έχω κάνει πιο πλούσια, με ένα παιχνίδι ρόλων που είναι ζωή, οπότε το ρεπερτόριο που διαλέγω θέλω να περιέχει ζωή με έναν τρόπο που την κατανοώ εγώ.

Εγώ ξέρω ότι είμαι ειλικρινής και ταπεινή και πολύ δύσκολα επικοινωνώ με κάτι που δεν είμαι. Αν συμβεί, γίνομαι πολύ κακή ηθοποιός, γίνομαι μηδέν, είμαι άθλια, δεν ξέρω ούτε πώς να περπατήσω.

— Ζείτε εδώ και πολλά χρόνια με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, έχετε οικογένεια, άλλες καριέρες, εσύ είσαι πολύ χειραφετημένη. Στήριξε τις επιλογές σου;
Ο Βασίλης ιδανικά θα ήθελε μια γυναίκα ουραγό, μια γκρούπι. Του το στέρησα. Από την άλλη, μπορούσε να θαυμάσει τη γυναίκα του. Νομίζω την πρώτη φορά που μας σταμάτησαν για να δώσω εγώ αυτόγραφο, ζορίστηκε. Νομίζω εκεί διχάστηκε και αυτός πολύ σχετικά με το τι έχανε και τι κέρδιζε έχοντας ένα αυτόφωτο πλάσμα.

— Επιστρέφοντας στο έργο που κάνεις, έχει αλλάξει πολύ η Ελλάδα; 

Η Ελλάδα έχει αλλάξει, αλλά και όχι τόσο όσο νομίζουμε, η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπεις στα μίντια, εκεί βλέπεις μια μεριά της κοινωνίας. Το ότι δεν καπνίζουμε στην τηλεόραση δεν σημαίνει ότι έχουμε πάψει να είμαστε καπνιστές, για παράδειγμα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Η Ελλάδα έχει αλλάξει, αλλά και όχι τόσο όσο νομίζουμε, η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπεις στα μίντια,  εκεί βλέπεις μια μεριά της κοινωνίας. Το ότι δεν καπνίζουμε στην τηλεόραση δεν σημαίνει ότι έχουμε πάψει να είμαστε καπνιστές, για παράδειγμα.

Σε όλη αυτή την περίοδο από το 1974 μέχρι σήμερα που υπάρχει στην παράσταση συναντάμε δυο γενιές, του πολέμου και της Μεταπολίτευσης, και όλα όσα τις ενώνουν και τις χωρίζουν συνδέονται και μέσα από τις μουσικές που ακούγονται και με πολλές εικόνες, είναι σαν να βλέπεις ταινία. Συνδέοντας τα επίπεδα των αναμνήσεων, θα δεις ότι δεν έχουμε αλλάξει τόσο πολύ, ούτε όσο θέλουμε ούτε όσο μπορούμε.

Πηγή: lifo.gr

Exit mobile version